«Ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε· ἀλλὰ θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον». Ἰησοῦς Χριστός (Ἰωάν. ιστ΄33).

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2022

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Φωκᾶς


  

 

Τῷ αὐτῷ μηνὶ ΚΒ΄, μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Φωκᾶ τοῦ Θαυματουργοῦ, τοῦ ἐν λουτρῷ σφοδρῶς πυρωθέντι τελειωθέντος (1).

Φωκᾶ τὸ λουτρὸν σμήγματος παντὸς δίχα,
Λουτρὸν γὰρ ἦν ἀγῶνος, οὐ καθαρσίου.

Εἰκάδι δευτερίῃ λοετρὸν πέφνεν ἔνδοθι Φωκᾶν.

Οὗτος ἐγένετο υἱὸς Παμφίλου καὶ Μαρίας, καταγόμενος ἐκ πόλεως Σινώπης, ἀρχαίας καὶ περιφανοῦς οὔσης κατὰ τὴν Μαύρην Θάλασσαν. Εὐθὺς δὲ ἀπὸ τὰ ἁπαλά του ὀνύχια ἠξιώθη νὰ λάβῃ τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ νὰ ἐνεργῇ παράδοξα θαύματα. Ἔπειτα δὲ ἔγινε καὶ Ἐπίσκοπος, καὶ πολλοὺς ἀπίστους ἐπίστρεψεν εἰς τὸ φῶς τῆς θεογνωσίας. Τόσον μὲ τὰ θεῖά του λόγια, ὅσον καὶ μὲ τὰ ὑπερφυσικά του τεράστια. Πάντοτε δὲ ἐδίδασκε καὶ ἐθαυματούργει ἕως ἐσχάτης του ἀναπνοῆς. Ἀπεκαλύφθη δὲ εἰς αὐτὸν τὸ μαρτυρικὸν τέλος ὁποῦ ἔμελλε νὰ λάβῃ μὲ τοιοῦτον σημεῖον παράδοξον. Μία περιστερὰ ἐλθοῦσα, ἐκάθισεν ἐπάνω τῆς κεφαλῆς του. Καὶ βαλοῦσα εἰς αὐτὴν στέφανον, ὡμίλησε μὲ ἀνθρωπίνην φωνὴν καὶ εἶπε. Ποτήριον ἐκεράσθη εἰς ἐσέ, καὶ πρέπει νὰ τὸ πίῃς. Καὶ τῇ ἀληθείᾳ τὸ τοιοῦτον ποτήριον τοῦ μαρτυρίου ἠξιώθη νὰ πίῃ ὁ ἀοίδιμος ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Τραϊανοῦ, ἐν ἔτει ρα΄ [101].

Οὐ γὰρ ὁ κηπουρὸς Φωκᾶς οὗτός ἐστιν, ὁ ἐκ τῆς αὐτῆς Σινώπης καταγόμενος, καὶ κατὰ τὴν σημερινὴν ἡμέραν καὶ αὐτὸς ἑορταζόμενος. Ἀλλὰ ἄλλος, διαλάμπων μὲ πολιτείαν καθαράν, καὶ μὲ ἀρετὰς διαφόρους. Οὗτος λοιπὸν ἐφέρθη εἰς τὸν ἔπαρχον Ἀφρικανόν, καὶ ἐρωτηθεὶς παρ’ αὐτοῦ, ἐθεολόγησε, καὶ παρρησίᾳ ἐδίδαξε τὴν εἰς Χριστὸν τὸν Θεὸν ἡμῶν πίστιν. Ἐπειδὴ δὲ ὁ Ἀφρικανὸς ἐτόλμησε νὰ βλασφημήσῃ τὸν Χριστόν, καὶ νὰ τιμωρήσῃ τὸν Ἅγιον, διὰ τοῦτο εὐθὺς ἔγινε σεισμὸς μεγάλος, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἔπεσαν κάτω νεκροὶ ὅ τε ἔπαρχος, καὶ οἱ στρατιῶται αὐτοῦ. Ἀλλ’ ὁ Ἅγιος τὸν ἀνέστησε, μὲ τὸ νὰ ἐπαρεκάλεσεν αὐτὸν ἡ γυνὴ τοῦ ἐπάρχου. Μετὰ ταῦτα ἐφέρθη ὁ Ἅγιος εἰς τὸν βασιλέα Τραϊανόν. Καὶ ἐπειδὴ ἐκήρυξε τὸν Χριστόν, διὰ τοῦτο ἐκρέμασαν αὐτόν, καὶ ἐξέσχιζον. Ὕστερον ἔβαλαν αὐτὸν μέσα εἰς ἀσβέστην, ἐπειδὴ καὶ ἐπέμενεν ἀνδρείως ὁμολογῶν τὸν Χριστόν.

Τελευταῖον δέ, ἔβαλαν αὐτὸν μέσα εἰς ἕνα λουτρόν, τὸ ὁποῖον ἐκάη πολλὰ δυνατά. Ὅθεν ἐκεῖ μέσα παρέδωκεν εἰς χεῖρας Θεοῦ τὴν ψυχήν του, ὁ γενναῖος ἀγωνιστής. Πολλὰ δὲ θαύματα καὶ μετὰ τὸν θάνατόν του ἔκαμεν ὁ τρισόλβιος, τόσον εἰς τοὺς ἐν θαλάσσῃ κινδυνεύοντας, συμπλέων μὲ αὐτοὺς καὶ διασώζων εἰς τοὺς λιμένας τὰ πλοῖά των. Ὅσον καὶ εἰς τοὺς ἐπικαλουμένους αὐτὸν καθ’ οἷον δή τινα τρόπον, ταχὺς καὶ θερμὸς βοηθὸς εἰς τούτους γινόμενος (2).

(1) Οὗτος ὁ Ἅγιος Φωκᾶς φαίνεται, ὅτι εἶναι ὁ ἴδιος ἐκεῖνος ὁποῦ ἑορτάζεται κατὰ τὴν εἰκοστὴν τρίτην τοῦ Ἰουλίου, διὰ ταῦτα τὰ αἴτια. α) Διότι καὶ οὗτος καὶ ἐκεῖνος εἶναι Ἱερομάρτυς. β) Διότι καὶ οἱ δύω ἦτον ἐπὶ Τραϊανοῦ βασιλέως. γ) Διότι τὸ αὐτὸ τέλος τοῦ μαρτυρίου ἔλαβον. δ) Καὶ διατὶ τὸ αὐτὸ δίστιχον ἰαμβικὸν γράφεται καὶ εἰς τοὺς δύω. Ἴσως δέ, νῦν μέν, ἡ ἄθλησις αὐτοῦ ἑορτάζεται. Τότε δέ, ἡ ἀνακομιδή του, ὡς καὶ ἐν τῷ χειρογράφῳ Συναξαριστῇ γράφεται προσδιορισμένως, ὅτι ἐστὶν ἡ ἀνακομιδὴ αὐτοῦ. Ὅρα ἐκεῖ καὶ τὸ θαῦμα ὁποῦ ἐνήργησεν ὁ Ἅγιος.

(2) Σημείωσαι, ὅτι τὸ Μαρτύριον τοῦ Ἁγίου τούτου Ἱερομάρτυρος Φωκᾶ συνέγραψεν ἑλληνιστὶ Ἀστέριος ὁ Ἀμασείας Ἐπίσκοπος, οὗ ἡ ἀρχή· «Ἱερὸς μὲν καὶ θεσπέσιος ἅπας». (Σώζεται ἐν τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ, καὶ ἐν τῇ τῶν Ἰβήρων καὶ ἐν ἄλλαις, ὅρα σελ. 18, τοῦ β΄ τόμου τοῦ Μελετίου.) Ὀνομάζει δὲ ὁ Ἀστέριος ἐκεῖ τὸν Ἱερομάρτυρα τοῦτον Φωκᾶν, στύλον, καὶ ἑδραίωμα τῶν θείων τῆς οἰκουμένης Ἐκκλησιῶν (σελ. 955, τῆς Δωδεκαβίβλου). Ὁ δὲ Χρυσόστομος λόγον πανηγυρικὸν ἔχει εἰς τοῦτον, οὗ ἡ ἀρχή· «Λαμπρὰ γέγονεν ἡμῖν χθὲς ἡ πόλις». (Σῴζεται ἐν τῷ πέμπτῳ τόμῳ τῆς ἐν Ἐτόνῃ ἐκδ.)

 

Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης 
 

Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Α’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.

 

 Πηγή: koinoniaorthodoxias.org

Ὁ Ἅγιος Φωκᾶς ὁ κηπουρός

 


 

 Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Φωκᾶ τοῦ κηπουροῦ, ξίφει τελειωθέντος.

Ἤδει χάριν σοι σοῦ χάριν θνήσκων Λόγε,
Φωκᾶς ὁ Μάρτυς τῷ διὰ ξίφους τέλει.


Καὶ οὗτος ὁ Ἅγιος ἦτον ἀπὸ τὴν πόλιν Σινώπην. Ἡ τέχνη αὐτοῦ ἦτον ἡ ἐργασία τῆς γῆς. Ἔχων γὰρ ἕνα κηπεῖον (3), ἤγουν κῆπον μικρὸν πολλά, κατεγίνετο εἰς αὐτόν, καὶ ὅ,τι κέρδος εὔγανεν ἀπὸ αὐτόν, τὸ εἶχε κοινὸν μὲ τοὺς πτωχούς: ἤγουν καὶ αὐτὸς καὶ οἱ πρὸς αὐτὸν ἐρχόμενοι πτωχοὶ ἐκυβερνοῦντο ἀπὸ τὸν κῆπόν του. 

Οὐ μόνον δὲ αὐτὸν τὸν αἰσθητὸν κῆπον ἐκαλλιέργει ὁ ἀοίδιμος, ἀλλὰ καὶ τὸν νοητὸν τῆς ψυχῆς. Διὰ τοῦτο καὶ δὲν ἐδυνήθη νὰ κρυφθῇ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, πῶς ἦτον γνήσιος δοῦλος τοῦ Χριστοῦ. Ὅθεν μηνύεται ὡς τοιοῦτος εἰς τὸν ἄρχοντα τῆς Σινώπης ὁποῦ ἦτον Ἕλλην. Ὁ ὁποῖος παρευθὺς ἔστειλε στρατιώτας διὰ νὰ τὸν φονεύσουν. Ἐκεῖνοι δὲ ἀπελθόντες, ἔμειναν εἰς τὸ ὁσπήτιον τοῦ παρ’ αὐτῶν ζητουμένου Φωκᾶ, χωρὶς νὰ ἠξεύρουν. 

Ὁ δὲ Ἅγιος δεξιωσάμενος αὐτοὺς καὶ ἀναπαύσας κατὰ τὴν δύναμίν του, τοὺς ἠρώτα, ποῖοι εἶναι. Καὶ διὰ ποίαν αἰτίαν ἦλθον εἰς τὴν Σινώπην. Οἱ δὲ στρατιῶται ἐφανέρωσαν εἰς αὐτὸν τὴν ὑπόθεσιν, ὅτι ζητοῦν τὸν Φωκᾶν διὰ νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν.

Τοῦτο ὡς ἤκουσεν ὁ τοῦ Κυρίου θεράπων, εὐθὺς ἑτοίμασε τὸν τάφον του. Καὶ οὕτως ἐφανέρωσεν εἰς τοὺς στρατιώτας, ὅτι αὐτὸς εἶναι ἐκεῖνος ὁποῦ ζητοῦν. Οἱ δὲ στρατιῶται τοῦτο ἀκούσαντες ἔξαφνα, ἐπληγώθησαν τὴν καρδίαν ἀπὸ τὴν λύπην τους, ὡσὰν ὁποῦ ἐνθυμοῦντο τὴν λαμπρὰν φιλοξενίαν καὶ δεξίωσιν, ὁποῦ ἔδειξεν εἰς αὐτοὺς ὁ Ἅγιος. Ὅθεν δὲν ἤθελον κατ’ οὐδένα τρόπον νὰ θανατώσουν αὐτὸν κατὰ τὴν προσταγὴν ὁποῦ εἶχον. 

Ἔλεγον δὲ εἰς τὸν Μάρτυρα, ὅτι ἔχουσιν εὔλογον ἀπολογίαν διὰ νὰ εἰποῦν εἰς τὸν ἄρχοντα, ὅτι ἐκοπίασαν μὲν πολλὰ καὶ ἠρεύνησαν, ἀλλὰ δὲν ἐδυνήθηκαν νὰ εὕρουν τὸν ζητούμενον. Ἐπειδὴ δὲ ὁ Ἅγιος παρεκάλεσεν αὐτοὺς διὰ νὰ τὸν θανατώσουν, τούτου χάριν ἔκοψαν τὴν ἁγίαν του κεφαλήν. Καὶ οὕτως ἐπροσφέρθη κεχαρισμένη θυσία εἰς τὸν Θεόν, καὶ εὐάρεστος (4).

 

Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ὰγιορείτης 

 

Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Α’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.

 

Πηγή: koinoniaorthodoxias.org



Δευτέρα 8 Αυγούστου 2022

Τί πρέπει νά κάνουμε ὅταν εἴμαστε πληγωμένοι; - Ἅγιος Νικόδημος Ἁγιορείτης

 


 

Ὅταν βρίσκεσαι πληγωμένος, ἐπειδὴ ἔπεσες σὲ κάποιο ἁμάρτημα λόγῳ ἀδυναμίας σου ἢ καμιὰ φορὰ μὲ τὴν θέλησί σου γιὰ κακό σου, μὴ δειλιάσης· οὔτε νὰ ταραχθῇς γι᾿ αὐτό, ἀλλὰ ἀφοῦ ἐπιστρέψης ἀμέσως στὸ Θεό, μίλησε ἔτσι.

 

«Βλέπε, Κύριέ μου· ἔκανα τέτοια πράγματα σὰν τέτοιος ποὺ εἶμαι· οὔτε ἦταν δυνατὸ νὰ περίμενες καὶ τίποτα ἄλλο ἀπὸ ἐμένα τὸν τόσο κακοπροαίρετο καὶ ἀδύνατο, παρὰ ξεπεσμὸ καὶ γκρέμισμα».

Καὶ ἐδῶ, ξευτελίσου στὰ μάτια σου ἀρκετὴ ὥρα καὶ λυπήσου μὲ πόνο καρδιᾶς γιὰ τὴν λύπη ποὺ προξένησες στὸν Θεὸ καὶ χωρὶς νὰ συγχυσθῇς, ἀγανάκτησε κατὰ τῶν αἰσχρῶν σου παθῶν, ἰδιαιτέρως δὲ καὶ μάλιστα, ἐναντίον ἐκείνου τοῦ πάθους ποὺ ἔγινε αἰτία νὰ πέσῃς· ἔπειτα πὲς πάλι· «Οὔτε μέχρι ἐδῶ θὰ στεκόμουνα, Κύριέ μου, καὶ θὰ ἁμάρτανᾳ χειρότερα, ἐὰν ἐσὺ δὲν μὲ κρατοῦσες μὲ τὴν πολὺ μεγάλη σου ἀγαθότητα».

 

Καὶ εὐχαρίστησέ τον καὶ ἀγάπησέ τον περισσότερο παρὰ ποτὲ θαυμάζοντας τὴν τόση μεγάλη εὐσπλαγχνία του, ὅτι καὶ παρόλο ποὺ λυπήθηκε ἀπὸ σένα, πάλι σοῦ δίνει τὸ δεξί του χέρι καὶ σὲ βοηθάει, γιὰ νὰ μὴ ξαναπέσῃς στὴν ἁμαρτία· τελευταία πὲς μὲ μεγάλο θάρρος στὴ μεγάλη εὐσπλαγχνία του· «Ἐσύ, Κύριέ μου, κάνε σὰν ἐκεῖνος ποὺ εἶσαι καὶ συγχώρεσέ με καὶ μὴν ἐπιτρέψης στὸ ἑξῆς νὰ ζῶ χωρισμένος ἀπὸ σένα, οὔτε νὰ ἀπομακρυνθῶ ποτέ, οὔτε νὰ σὲ λυπήσω πλέον».

 

Καὶ κάνοντας ἔτσι, μὴ σκεφθῇς ἂν σὲ συγχώρεσε, διότι αὐτὸ δὲν εἶναι τίποτα ἄλλο, παρὰ ὑπερηφάνεια, ἐνόχλησις τοῦ νοῦ, χάσιμο τοῦ καιροῦ καὶ ἀπάτη τοῦ διαβόλου, χρωματισμένη μὲ διαφόρες καλὲς προφάσεις.

 

Γι᾿ αὐτό, ἀφήνοντας τὸν ἑαυτό σου ἐλεύθερα στὰ ἐλεήμονα χέρια τοῦ Θεοῦ, ἀκολούθησε τὴν ἄσκησί σου, σὰν νὰ μὴν εἶχες πέσει. Καὶ ἂν συμβῇ ἐξαιτίας τῆς ἀδυναμίας σου νὰ ἁμαρτήσῃς πολλὲς φορὲς τὴν ἡμέρα καὶ νὰ μείνης πληγωμένος, κάνε αὐτὸ ποὺ σοῦ εἶπα ὅλες τὶς φορές, ὄχι μὲ μικρότερη ἐλπίδα στὸ Θεό.

Καὶ κατηγορώντας περισσότερο τὸν ἑαυτό σου καὶ μισώντας τὴν ἁμαρτία περισσότερο, ἀγωνίσου νὰ ζῇς μὲ περισσότερη προφύλαξι.

 

Αὐτὴ ἡ ἐκγύνασις δὲν ἀρέσει στὸ διάβολο· γιατὶ βλέπει πὼς ἀρέσει πολὺ στὸ Θεό, ἐπειδὴ καὶ μένει ντροπιασμένος ὁ ἀντίπαλος, βλέποντας ὅτι νικήθηκε ἀπὸ ἐκεῖνον, ποὺ αὐτὸς εἶχε πρὶν νικήσει.

 

Γι᾿ αὐτὸ καὶ διαφορετικοὺς ἀπατηλοὺς τρόπους χρησιμοποιεῖ γιὰ νὰ μᾶς ἐμποδίσῃ νὰ μὴ τὸ κάνουμε. Καὶ πολλὲς φορὲς πετυχαίνει τὸν σκοπό του ἐξαιτίας τῆς ἀμέλειάς μας καὶ τῆς λίγης φροντίδας ποὺ ἔχουμε στὸν ἑαυτό μας.

 

Γι᾿ αὐτό, ὅσο ἐσὺ βρεῖς δυσκολία σὲ αὐτὸ ἀπὸ τὸν ἐχθρό, τόσο περισσότερο πρέπει νὰ ἀγωνισθῇς νὰ τὸ κάνῃς πολλὲς φορές, ἀκόμη καὶ ἂν μία μόνο φορὰ ἔπεσες· μάλιστα πρέπει αὐτὸ νὰ κάνῃς, ἄν, ἀφοῦ ἁμαρτήσῃς, αἰσθάνεσαι ὅτι ἐνοχλεῖσαι καὶ συγχύζεσαι καὶ σὲ πιάνῃ ἀπελπισία γιὰ νὰ μπορέσῃς ἔτσι μὲ αὐτὸ νὰ ἀποκτήσῃς εἰρήνη καὶ γαλήνη στὴν καρδιά σου καὶ θάρρος μαζί· καὶ ἀφοῦ ὁπλισθῇς μὲ αὐτὰ τὰ ὅπλα, νὰ στραφῇς στὸ Θεό.

 

Γιατὶ, αὐτὴ ἡ παρόμοια ἐνόχλησις καὶ ταραχὴ ποὺ ἔχει κάποιος γιὰ τὴν ἁμαρτία, δὲν γίνεται ἐπειδὴ μὲ αὐτὸ ποὺ ἔκανε λύπησε τὸν Θεό, ἀλλὰ γίνεται γιὰ τὸν φόβο τῆς δικῆς του καταδίκης· καὶ αὐτὸ σημαίνει ὅτι, αὐτὴ προέρχεται ἀπὸ τὴν φιλαυτία, ὅπως πολλὲς φορὲς εἴπαμε.

 

Ὁ τρόπος λοιπόν, γιὰ νὰ ἀποκτήσῃς τὴν εἰρήνη, εἶναι ὁ ἑξῆς· νὰ ξεχάσης τελειωτικὰ τὴν πτῶσι καὶ τὴν ἁμαρτία σου καὶ νὰ παραδοθῇς στὴν σκέψι τῆς μεγάλης καὶ ἄφατης ἀγαθότητας τοῦ Θεοῦ· καὶ ὅτι, αὐτὸς μένει πολὺ πρόθυμος καὶ ἐπιθυμεῖ νὰ συγχωρέσῃ κάθε ἁμαρτία, ὅσο καὶ ἂν εἶναι βαρειά, προσκαλώντας τὸν ἁμαρτωλὸ μὲ διάφορους τρόπους καὶ μέσα ἀπὸ διάφορους δρόμους, γιὰ νὰ ἔλθη σὲ συναίσθησι καὶ νὰ ἑνωθῆ μαζί του σὲ αὐτὴ τὴν ζωὴ μὲ τὴν χάρι του· στὴν δὲ ἄλλη, νὰ τὸν ἁγιάση μὲ τὴ δόξα του καὶ νὰ τὸν κάνῃ αἰώνια μακάριο.

 

Καὶ ἀφοῦ μὲ αὐτὲς καὶ παρόμοιες σκέψεις καὶ στοχασμούς, γαληνέψης τὸ νοῦ σου, τότε θὰ ἐπιστρέψης στὴν πτῶσι σου, κάνοντας ὅπως εἶπα πιὸ πάνω· κατόπιν, ὅταν ἔρθη ἡ ὥρα τῆς ἐξομολογήσεως (τὴν ὁποία σὲ προτρέπω νὰ κάνῃς πολὺ συχνά), θυμήσου ὅλες σου τὶς ἁμαρτίες, καὶ μὲ νέο πόνο καὶ λύπη, γιὰ τὴν λύπη τοῦ Θεοῦ, καὶ μὲ πρόθεσι καὶ ἀπόφασι νὰ μὴ τὸν λυπήσῃς πλέον, φανέρωσέ τες ὅλες στὸν Πνευματικό σου καὶ κάνε μὲ προθυμία τὸν κανόνα ποὺ θὰ σοῦ ὁρίσῃ.

 

Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης 

 

Ἀπό τό βιβλίο: «ΑΟΡΑΤΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ» – Ὁσίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου
(Ἀπόδοση στὴ νέα Ἑλληνική: Ἱερομόναχος Βενέδικτος –
Ἔκδοση Συνοδείας Σπυρίδωνος Ἱερομονάχου, Νέα Σκήτη, Ἅγιον Ὄρος).

 

Πηγή:  orthodoxoiorizontes.gr


 

Πέμπτη 14 Ιουλίου 2022

Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης: ἡ ζωὴ καὶ ἡ διδασκαλία του - Ἀρχιμ. Γεωργίου Καψάνη

 


 

 

Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὑπῆρξε πρὸ πάντων ἕνας ταπεινός, γνήσιος, ἀληθινός, ἅγιος μοναχός. Πίστευε βαθιὰ στὴν ἀξία τῆς μοναχικῆς ζωῆς καὶ τὴν ἔζησε, ἀφ’ ἧς ἦλθε στὸ ‘Ἅγιον Ὅρος μέχρι τὴν μακαρία τελευτή του, μὲ ἀδιάκοπο ζῆλο καὶ συνέπεια.

Ἔφθανε τὸ παράδειγμα τῆς ἁγίας μοναχικῆς του ζωῆς, γιὰ νὰ εἶναι ὑποτύπωσης καὶ στηλογραφία κάθε ὀρθοδόξου μοναχοῦ. Ὅμως, ἐπειδὴ ἔλαβε πλούσια τὴ δωρεὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, «ἔρρευσαν ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ποταμοὶ ὕδατος ζῶντος» (πρβλ. Ἰω. ζ’, 38) καὶ «ἐξηρεύξατο ἡ καρδία του λόγους ἀγαθοὺς» (πρβλ. Ψαλμ. 44) περὶ τῆς εἰς Χριστὸν πίστεως, τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς καὶ τῆς μοναχικῆς πολιτείας.

Ἂς ἀντλήσουμε καὶ ἐμεῖς, Πατέρες καὶ ἀδελφοί, ἀπὸ τοὺς λόγους αὐτοὺς νάματα καθαρά, τὰ ὁποῖα εἴθε δι’ εὐχῶν τοῦ Ἁγίου καὶ δι’ εὐχῶν Σας νὰ μᾶς βοηθήσουν νὰ κατανοήσουμε βαθύτερα καὶ νὰ βιώσουμε τὴν χριστιανικὴ καὶ μοναχική μας πολιτεία.

Α’.

Ὁ ἅγιος Νικόδημος θαυμαστής, ἐραστὴς καὶ διαπρύσιος κῆρυξ τῆς μοναχικῆς πολιτείας.

Ἀφ’ ὅτου ὡς νέος γνώρισε τοὺς ὁσίους Γέροντες Σίλβεστρο, Ἀρσένιο, Γρηγόριο καὶ Νήφωνα, ὁ θεῖος πόθος πυρπόλησε τὴν καρδιά του γιὰ τὴν ἰσάγγελον ζωὴ τῶν μοναχῶν. Τόσος ἦταν ὁ ἔνθεος ζῆλος του, ὥστε τοῦ ἦταν ἀδύνατον νὰ παραμείνη καὶ μία ἀκόμη στιγμὴ στὸν κόσμο, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὸ περιστατικὸ πού ἔλαβε χώρα στὸ λιμάνι τῆς Νάξου τὴν ἡμέρα τῆς ἀναχωρήσεώς του γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος.

Ὅταν γράφη γιὰ τὸ κάλλος τῆς παρθενίας καὶ τῆς μοναχικῆς ζωῆς, δὲν φείδεται λέξεων καὶ ἐκφράσεων γιὰ νὰ τὸ περιγράψει:

«Τί ἄλλο ποθεινότερο, ὡσὰν τὸ νὰ μιμεῖταί τινας ἐπὶ γῆς τῶν Ἀγγέλων τὴν πολιτείαν; Τί ἄλλο ἐρασμιώτερο ἡ μακαριστώτερο, ὡσὰν τὸ νὰ εἶναί τινας ἑνωμένος μὲ τὸν ἀγαπητόν του Θεὸν διὰ τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἀδιάλειπτου ἐν καρδία προσευχῆς, ἥτις ξεύρει νὰ ἀποκτᾶται διὰ μέσου τῆς ἡσυχίας; Καὶ ποτὲ μὲν νὰ φωνάζει μὲ τὸν Παῦλον: «τὶς ἡμᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ…» καὶ τὰ ἑξῆς· ποτὲ δὲ μὲ τὸν θεοφόρο Ἰγνάτιο “ὁ ἐμὸς ἔρως ἐσταύρωται…”;».

Ὅταν στὶς διδαχές του πρὸς τοὺς ἐν τῷ κόσμῳ Χριστιανοὺς ὑποχρεώνεται νὰ συγκρίνει τὴν μοναχικὴ ζωὴ μὲ ἄλλους τρόπους χριστιανικῆς ζωῆς, αὐτὸς ὁ ἐραστὴς τῆς μοναχικῆς ζωῆς γράφει:

«Διατὶ νὰ μὴ διαλέξης τὴν παρθενικὴ ζωὴν τῶν μοναχῶν, ἡ ὁποία εἶναι ἡ πλέον καλλιτέρα, ἡ πλέον ἁγιοτέρα καὶ ἡ πλέον μακαριοτέρα ἀπὸ ὅλας τὰς ἄλλας ζωάς τῶν ὑπανδρεμένων;».

Ὅταν πάλιν ἑρμηνεύει τὸν ἀναβαθμὸ τοῦ πλ. α’ ἤχου: «τοῖς ἐρημικοῖς ζωὴ μακαρία ἐστι, θεικῷ ἔρωτι πτερουμένοις», γράφει:

«μακαρία δὲ εἶναι ἡ ζωὴ τῶν ἐρημιτῶν, ..διατὶ αὐτοὶ πτεροῦνται πρὸς τὸν Θεὸν μὲ ἕνα διάπυρον, μὲ ἕνα ὑπερβολικὸν, καὶ μὲ ἕνα ἐπιτεταμένον ἔρωτα».

Χρησιμοποιεῖ ἐπίθετα πού ἀποκαλύπτουν τὸν θεῖο ἔρωτα τῆς ἰδικῆς του ψυχῆς καὶ τὴν ἀγάπη του γιὰ τὴν ἐρημία. Γι’ αὐτὸ κάνει τὴν πολὺ ὀρθὴ παρατήρηση:

«Ἀλλ’ οὐδὲ εἶπεν ὁ Μελωδὸς ὅτι οἱ ἐρημῖται ἐρῶσι τὸν Θεόν, ἀλλ’ ὅτι πτεροῦνται μὲ τὸν θεϊκὸν ἔρωτα».

Β’.

Οἱ ἀπόψεις τοῦ ἁγίου Νικόδημου περὶ τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς στὴν ἐπιστολὴ “Ἀπολογία περὶ Μοναχισμοῦ”.

Συστηματικότερα ἐκθέτει τὶς ἀπόψεις του περὶ τῆς μοναχικῆς ζωῆς ὁ Ἅγιος στὴν ἐν λόγῳ ἐπιστολὴ. Τὴν ἐπιστολή αὐτή τήν εἶχε στείλει σὲ κάποιον Θωμᾶ, σπουδαστὴ στὴν Βιέννη, ὁ ὁποῖος εἶχε διατελέσει μαθητὴς τοῦ ἀοιδίμου διδασκάλου, ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Παρίου, καὶ ἐκ Βιέννης εἶχε γράψει κατὰ τῆς μοναχικῆς ζωῆς. Ὁ ἅγιος Νικόδημος, ἐκ συμπαθείας πρὸς τὸν ὑπεραλγοῦντα ἅγιο Ἀθανάσιο, στὸν ὁποῖο ὁ νεαρὸς Θωμᾶς εἶχε ὑποσχεθεῖ νὰ γίνη μοναχός, καὶ ἐξ ἀγάπης πρὸς τὸν πλανηθένια αὐτὸν σπουδαστή, ἔγραψε διεξοδικὴ ἀνασκευὴ τῶν ἑξῆς κατὰ τοῦ μοναχισμοῦ ἀπόψεων πού περιείχοντο στὸ γράμμα τοῦ Θωμᾶ:

α) Ὅτι δὲν ὑπάρχει χειρότερο καὶ ὀλεθριώτερο πράγμα ἀπὸ τὴν ἀσκητικὴ ζωή.

β) ὅτι οἱ ἐρημῖται δὲν ἄφησαν συγγράμματα ἀληθείας καὶ δὲν ὠφέλησαν μήτε ἑαυτοὺς μήτε τὸν κόσμο,

γ) ὅτι ἡ νηστεία δὲν ἔχει ἱκανὰ ἐρείσματα στὴν Ἁγία Γραφή,

δ) ὅτι ἡ ἀσκητικὴ κακοπάθεια δὲν τιμᾶ τοὺς ἀσκητές, ἀλλὰ τοὺς κατατάσσει μὲ τὰ ἄλογα ζῶα. Καί ὅτι,

ε) Ἡ παρθενία τῶν μοναχῶν προσκρούει στὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν αὔξηση τοῦ γένους καὶ στὴν εὐλόγηση τοῦ γάμου ἀπὸ τὸν Κύριο ἐν Κανᾷ.

Ὁ ἅγιος Νικόδημος, ἔναντι τῶν ἀπόψεων αὐτῶν ἐκθέτει τὰ ἑξῆς:

α) Οἱ ὅσιοι Πατέρες μὲ τὴν ἄσκησή τους στὴν ἔρημο ἔφθασαν σὲ τελεία ἕνωση μὲ τὸν Θεό. Ἔτσι ἀληθινὰ ὠφέλησαν τὸν ἑαυτό τους. Ἀλλά καὶ μὲ τὴν προσευχὴ τους ἐξιλέωναν τὸν Θεὸ γιὰ τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου καὶ παντοιοτρόπως εὐεργετοῦσαν τοὺς ἀνθρώπους ἐπιστρέφοντες τὰ πλήθη στὴν θεογνωσία. Ἄφησαν ἐπίσης συγγράμματα ἀπαράμιλλου ἀξίας καὶ αἰωνίου κύρους, ὅπως τὰ ἀσκητικά του Μεγ. Βασιλείου, ἡ Κλῖμαξ, ἡ Φιλοκαλία κ. ἄ. Ἀκόμη καὶ οἱ Κανόνες τῶν Ἱερῶν Συνόδων εἶναι ἐν τινι μέτρῳ ἔργο τῶν ὁσίων μοναχῶν, ἐφ’ ὅσον σ’ αὐτὲς παρίστατο καὶ μοναχοὶ καὶ ἀσκητὲς

β) Τὴν νηστεία θεσμοθέτησε ὁ Θεὸς στὸν Παράδεισο τῆς Ἐδέμ, φύλαξαν Ἰουδαῖοι καὶ ἐθνικοί, καὶ ἐπανανομοθέτησε ὁ Κύριος νηστεύσας 40 ἡμέρες στὴν ἔρημο.

Ὁ σκοπὸς τῆς νηστείας εἶναι νὰ καθαρθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν παχύτητα τῶν παθῶν, ὥστε ὁ νοῦς νὰ λεπτυνθεῖ καὶ νὰ γίνη ἐπιτήδειος γιὰ τὴν πνευματικὴ ἐργασία.

γ) Μὲ τὴν ἀσκητικὴ κακοπάθεια τιθασεύονται οἱ ἐμπαθεῖς ὁρμὲς καὶ ὁ νοῦς ἐλεύθερος ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία τῶν παθῶν ἠμπορεῖ νὰ ἀδολεσχῆ στὰ πνευματικὰ νοήματα. Μὲ αὐτὴν οἱ μοναχοὶ ἀγωνίζονται νὰ μιμηθοῦν τὴν πολιτεία τῶν Ἀγγέλων. Ἡ πολύωρος προσευχή, στὸν ναὸ ἤ, ἡ μονολόγιστος εὐχή, δὲν εἶναι βαττολογία ἀλλὰ ἔλλογος συνομιλία μὲ τὸν Θεό. Τὸ γυμνητεύειν εἶναι ἑκούσιος μίμησις τοῦ γυμνωθέντος ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ Κυρίου. Ἡ ἀγρυπνία προσφέρει στὴν ψυχὴ χερουβικοὺς ὀφθαλμοὺς γιὰ νὰ θεωρεῖ τὸν Θεό. Ἡ πείνα, τέλος, καὶ ἡ δίψα γυμνάζουν τὸν νοῦ νὰ ἡγεμονεύει ἐπὶ τῶν ἀλόγων ὀρέξεων ἀντὶ νὰ κυριαρχεῖται ἀπὸ αὐτές.

δ) Τὴν παρθενία τίμησε ὁ Κύριος, ὁ Ὁποῖος γεννήθηκε παρθένος ἐκ παρθένου Πατρὸς κατὰ τὴν ἄναρχο Θεία Του γέννησι καὶ ἐκ τῆς ἀειπαρθένου Μητρὸς Του κατὰ τὴν ἐν χρόνῳ δευτέρα Του γέννησι. Τὴν παρθενία τίμησαν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι, ὅπως ὁ ἐπιστήθιος μαθητὴς Ἰωάννης καὶ ἰδιαιτέρως ὁ μέγας Παῦλος ὁ ὁποῖος ἤθελε καὶ οἱ ἔχοντες γυναίκα νὰ ζοῦν ὡς μὴ ἔχοντες, διότι παράγει τὸ σχῆμα τοῦ κόσμου. Ἡ παρθενία εἶναι μίμησης τῆς μακάριας ζωῆς τῶν πρωτοπλάστων πρὸ τῆς πτώσεως.

Κατακλείων τὴν ἐπιστολὴ του ὁ ἅγιος Νικόδημος ἐπισημαίνει τὰ αἴτια τῆς κακῆς ἀλλοιώσεως καὶ τῆς κατὰ τοῦ μοναχισμοῦ πολεμικῆς τοῦ σπουδαστοῦ τῆς Βιέννης. Μεταξὺ τῶν ἄλλων καὶ τὴν ἀπειρία τῆς ὀμορφιᾶς καὶ γλυκύτητας τῆς μοναχικῆς ζωῆς, περὶ τῆς ὁποίας γράφει:

«Ἄχ, ἀδελφέ μου· πιστευσὸν μοι ἐξ ἀγάπης καὶ ἀληθείας λέγοντι, ὅτι ἂν ὁ Θεὸς ἤθελε σὲ καταξιώση νὰ ἔλθεις νὰ καθίσεις ὄχι πολύ, ἀλλὰ μόνο δύο χρόνους, καὶ ὁπωσοῦν νὰ ἔλθη ὁ νοῦς σου εἰς ἑαυτὸν ἐκ τοῦ κάτωθεν διασκορπισμοῦ καὶ περιπλανήσεως, βεβαιότατα ἤθελες εὐχαριστῆς κάθε ὥραν μὲ γλυκύτατα δάκρυα τὸν ἅγιον Θεὸν, ἤθελες ἐλεεινολογήσεις τοὺς χρόνους ὅπου πέρασες εἰς τὴν ματαιότητα…».

Δὲν παραλείπει μάλιστα στὸ τέλος νὰ τὸν προτρέψει στὴν μοναχικὴ ζωὴ γιὰ νὰ ἐκπλήρωση τὴν πρώτη του ὑπόσχεση:

«Φαντάσου πάντοτε καὶ συλλογίσου τὴν καλογερικὴ ζωὴν ὡς μέγα τι πράγμα καὶ οὐράνιον…Τοιαύτης εὐτυχίας καὶ δόξης ἐπιτυχεῖν πόθησον, ἀδελφέ, καὶ καταλιπών τὴν αὐτόθι Πεντάπολιν (ἐννοεῖ τὴν Βιέννη), φεῦγε ὡς ὁ Λὼτ εἰς τὸ ὅρος τοῦτο τὸ Σηγώρ, τὸν λιμένα τῆς σωτηρίας, τὸν εὐανθῆ τῆς Θεοτόκου παράδεισον, νὰ ἐνδυθεῖς τὸ μοναχικὸ σχῆμα καὶ νὰ ἀποδώσεις τῷ Κυρίῳ τὰς εὐχάς σου, ἵνα καὶ Θεὸν καὶ Ἀγγέλους καὶ Ἁγίους χαροποιήσης… ἐξαιρέτως δὲ τὸν ἱερόν σου διδάσκαλο καὶ πάντας ἡμᾶς τοὺς ἐν Χριστῷ ἀδελφούς σου».

Γ.

Ὁ ἅγιος Νικόδημος ἀγάπησε τὴν τελεία μοναχικὴ ζωή, ὅπως αὐτὴ ἀποκρυσταλλώθηκε στὴν Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν. Οὐδέποτε φαίνεται νὰ ἐπηρεάσθηκε ἀπὸ τὸν δυτικὸ ἀκτιβιστικὸ μοναχισμό. Δὲν ἀντιλαμβάνεται τὴν ἄσκηση ὡς αὐτοσκοπό, ἀλλὰ ὡς μέσο γιὰ τὴν τελεία ἕνωση μὲ τὸν Θεό. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅταν εἶναι αὐστηρὸς στὶς συμβουλές του, δὲν περιορίζει τὸ νόημα στὴν σωματικὴ κακοπάθεια, ἀλλὰ ἀποβλέπει στὴν ἐλευθερία τοῦ νοῦ ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία τῶν παθῶν καὶ στὴν ἕνωσή του μὲ τὸν Θεὸ διὰ τῆς νοερᾶς ἐργασίας.

Στὶς διδασκαλίες του περὶ τῆς μοναχικῆς ζωῆς φαίνονται τὰ γνωρίσματα τοῦ γνησίου Ὀρθοδόξου Μοναχισμοῦ. Σημειώνουμε τὰ σπουδαιότερα:

α) Ὁ πόθος καὶ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό.

Φεύγει ὁ μοναχὸς στὴν ἔρημο, μακριὰ ἀπὸ τὰ φθαρτὰ καὶ μάταια τοῦ κόσμου, γιὰ νὰ ἀγαπήσει ἀμετεωρίστως «τὸ ἄκρον καὶ ἀνώτατον ἐραστόν, ὅπερ ἐστὶν ὁ Θεός». Τὸ ἄπειρον θεῖο κάλλος ἕλκει τὴν ψυχὴ τοῦ μοναχοῦ πρὸς ἕνα «ἄπαυστον καὶ ἀεικίνητον» θεῖο πόθο, ἡ δὲ ἔρημος βοηθεῖ στὸ νὰ μὴ ἀνακόπτεται ἀλλὰ διαρκῶς νὰ ἀναρριπίζετε πρὸς τελειοτέρα ἀγάπη. Αὐτὰ λέγει ὁ Ἅγιος ἑρμηνεύων τὸν δεύτερο ἀναβαθμὸ τοῦ α’ ἤχου «τοῖς ἐρημικοῖς ἄπαυστος ὁ θεῖος πόθος ἐγγίνεται, κόσμου οὖσι τοῦ ματαίου ἐκτός»:

«Ἡ ἀγάπη καὶ ὁ πόθος τῶν ἐν τῇ ἐρήμῳ καὶ ἡσυχία κατακούντων μοναχῶν, δὲν ἕλκεται ἀπὸ κανένα ὑλικὸ καὶ μάταιο πράγμα· οὔτε γίνεται ἄλλοτε ἄλλος, δελεαζόμενος ἀπὸ ἡδονές, ἤ πλοῦτο, ἤ δόξα τὰ ὁποῖα φθείρονται καὶ ἀφανίζονται… Ἐπειδὴ λοιπὸν ὁ Θεὸς εἶναι ἄπειρος κατὰ φύσιν καὶ ἄφραστος, διὰ τοῦτο καὶ ὁ πρὸς τὸν Θεὸν πόθος τῶν ἐρημιτῶν δὲν στέκεται ποτέ, ἀλλ’ εἶναι πάντοτε ἄπαυστος καὶ ἀεικίνητος, πάντοτε λαμβάνων αὔξησιν, καὶ πάντοτε τρέχων πρὸς τὸ ἀνώτερον…· σπουδάζει μὲν γὰρ ὁ νοῦς νὰ ἀναβῆ εἰς τὸ ὕψος τοῦ θείου κάλλους, καὶ νὰ χωρήση αὐτὸ ὁλόκληρο ἐπειδὴ ὅμως δὲν ἠμπορεῖ, διὰ τοῦτο στοχαζόμενος, ὅτι ἐκεῖνο ὅπου δὲν ἐδυνήθη νὰ χωρήση, εἶναι ἀνώτερο καὶ ἡδονικώτερο ἀπὸ ἐκεῖνο, ὅπου χώρησε· τούτου χάριν θαυμάζει καὶ ἀπορεῖ· ἐκ δὲ τοῦ θαυμασμοῦ, γεμίζει ἀπὸ θείους ἔρωτας, καὶ πόθους ἀναρριπίζει διακαεῖς τῇ ψυχῇ… τὴν ἀπορία πορισμὸ ἐρώτων τιθέμενος, κατὰ τὸν ἅγιον καὶ νηπτικώτατο Κάλλιστο».

β) Ἡ ἡσυχία.

Ἡ ἡσυχία κατὰ τὸν ἅγιο Νικόδημο, εἶναι ὁ καταλληλότερος τόπος καὶ τρόπος γιὰ νὰ ἐργάζεται ὁ νοῦς τὴν ἀδιάλειπτο νοερὰ ἐργασία. Δὲν ἀντιλαμβάνεται ὁ Ἅγιος τὴν ἡσυχία ὡς ἀπραξία. Οἱ ἱερῶς ἡσυχάζοντες ἀσκοῦν μία σύντονο καὶ ἀδιάλειπτο νοερὰ ἐργασία νήψεως καὶ προσευχῆς.

«Οἱ δὲ ἐν τὴ ἐρήμῳ καθήμενοι, καὶ τὴν ἡσύχιον ζωὴν μεταχειριζόμενοι, αὐτοὶ καταφρονοῦσι μὲν ὅλα τὰ ἡδέα, καὶ παρὰ τοῖς ἄλλοις ποθούμενα, ὡς βλαπτικὰ τῆς ψυχῆς καὶ ἀπὸ τοῦ Θεοῦ χωρίζοντα· συμμαζόνουσι δὲ τὸν νοῦν τους, ἀπὸ κάθε σύγχυσιν τοῦ κόσμου καὶ θεωρίαν, μέσα εἰς τὴν καρδίαν τους, καὶ ἐκεῖ ἀδιαλείπτως προσεύχονται, μελετῶντες τὸ παμπόθητον καὶ γλυκύτατον ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ λέγοντες ἀγαπητικῶς «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με». Ἐκ τῆς τοιαύτης δὲ ἀδιαλείπτου προσευχῆς καὶ συχνῆς μελέτης τοῦ θείου ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ, ἀνάπτουσι μὲν τὴν καρδίαν τους εἰς μόνον τὸν τοῦ Θεοῦ πόθον καὶ ἔρωτα, ἐκτείνουσι δὲ καὶ τὸν νοῦν ἑαυτῶν εἰς τὴν θεωρίαν τοῦ θείου κάλλους. Ὅθεν ἀπὸ τὸ ὑπέρκαλλον ἐκεῖνο κάλλος καταθελγόμενοι, καὶ ἔξω γενόμενοι ἑαυτῶν, λησμονοῦσι καὶ φαγητά, καὶ ποτά, καὶ φορέματα καὶ αὐτὴν τὴν φυσικὴ ἀνάγκην τοῦ σώματος».

γ) Ἡ Χριστομίμητος ὑπακοή.

Ἡ ὑπακοὴ τῶν μοναχῶν δὲν εἶναι μία ἐξωτερικὴ πειθαρχία, ἠναγκασμένη ἤ συμβατική. Πρότυπό της ἔχει τὴν ὑπακοὴ τοῦ Κυρίου στὸν Οὐράνιο Πατέρα Του, κατὰ τὸ «γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ» (Φιλιπ. β’, 8), καὶ στὴν Ὑπεραγία Μητέρα Του καὶ τὸν δίκαιο Ἰωσήφ, κατὰ τὸ «ἦν ὑποτασσόμενος αὐτοῖς» (Λουκ. β’, 51).

Ἀληθινὴ ὑπακοὴ εἶναι ἡ ὑπακοὴ φρονήματος. Γράφει ὁ Ἅγιος:

«Ὑπότασσε λοιπὸν εἰς αὐτὸν [τὸν διὰ τοῦ μοναδικοῦ σχήματος γενόμενον γέροντά σου], ὄχι μόνον ὅλα σου τὰ θελήματα, τὸ ὁποῖον εἶναι εὐκολότερον, ἀλλ’ ἀκόμη καὶ ὅλα σου τὰ φρονήματα, τὸ ὁποῖον εἶναι δυσκολότερον. Πολλοὶ γὰρ ὑποτακτικοὶ ἐκκόπτουσι ναὶ τὸ θέλημά των καὶ κάμνουσι τὸ θέλημα τοῦ γέροντός των μὰ τὸ φρόνημά των δὲν τὸ ἐκκόπτουσι καὶ μάλιστα ἂν εἶναι καὶ λογιώτατοι ἀλλ’ ἔχουσι πάντοτε μίαν τοιαύτην ἰδέαν βαθέως ριζωμένη εἰς τὴν καρδίαν τους, ὅτι ἐκεῖνο ὁπού αὐτοί φρονοῦσι καὶ συλλογίζονται διὰ κάθε πράγμα, εἶναι καλλίτερον καὶ φρονιμώτερο ἀπὸ ἐκεῖνο ὁπού φρονεῖ καὶ συλλογίζεται ὁ γέροντάς των».

Μὲ τὴν διδασκαλία αὐτή ὁδηγεῖ τὸν ὑποτακτικὸ στὴν ἀληθινὴ ταπείνωση, κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ Κυρίου

Γ.

δ) Ἡ ἐργασία.

Τὸ ἐργόχειρο ἤ τὸ διακόνημα εἶναι ἀπαραίτητο στὸν μοναχό, γιὰ λόγους πού ὁ ἅγιος Νικόδημος ἐπισημαίνει. Πρῶτα, γιὰ νὰ μὴ ἔχη ὁ λογισμὸς τοῦ μοναχοῦ ἀφορμὲς μετεωρισμοῦ. Καὶ ἔπειτα, γιὰ νὰ μὴ ὑποχρεώνεται ὁ μοναχὸς νὰ βγαίνει στὸν κόσμο γιὰ συλλογὴ ἐλεημοσύνης, διότι ἀπὸ αὐτὸ προκαλοῦνται πειρασμοὶ καὶ πτώσεις, δημιουργοῦνται ἀφορμὲς σκανδαλισμοῦ τῶν κοσμικῶν καὶ εἰσάγονται στὰ μοναστήρια κοσμικὲς συνήθειες καὶ φρονήματα.

Διευκρινίζει ὁ ἅγιος Νικόδημος, ὅτι τὸ εἶδος τῆς ἐργασίας πρέπει νὰ εἶναι τέτοιο, ὥστε νὰ μὴ βάζει τὸν μοναχὸ σὲ μέριμνες, πειρασμοὺς καὶ αἰσχροκέρδειες, Ἰδιαιτέρως δὲ γιὰ τὸν ἐρημίτη νὰ μπορεῖ νὰ ἐπιτελεῖται ἀπερίσπαστος στὸ ἐρημικό του καλύβι.

ε) Ἡ προσευχή.

Ὅλος ὁ μοναχικὸς ἀγώνας, κατὰ τὸν ἅγιο Νικόδημο, συντείνει στὸ νὰ ἐξασφαλίση στὸ νοῦ τὴν ἐλευθερία νὰ προσεύχεται ἀπερίσπαστος. Ὁ ἴδιος ὡς ἐρημίτης εἰργάζετο τὴν μονολόγιστο εὐχὴ καὶ αὐτὴν συνιστοῦσε ἐνθέρμως:

«Ὁ Ἰησοῦς λοιπόν, παρακαλῶ σε καὶ τρίτον, ἂς εἶναι γλυκὺ μελέτημα τῆς καρδίας σου, ὁ Ἰησοῦς ἂς εἶναι ἐντρύφημα τῆς γλώσσης σου  ὁ Ἰησοῦς ἂς εἶναι τὸ ἀδολέσχημα καὶ ἡ ἰδέα τοῦ νοός σου  ἐν συντομίᾳ, ὁ Ἰησοῦς ἂς εἶναι ἡ ἀναπνοή σου · καὶ ποτέ νὰ μὴ κορέννυσαι ἐπικαλούμενος τὸν Ἰησοῦν».

Ἄλλα παραλλήλως δίδασκε καὶ τὴν ἀναγκαιότητα τῆς κοινῆς προσευχῆς καὶ θείας λατρείας στὸν ναό. Στὸ ἔργο του «Χρηστοήθεια τῶν Χριστιανῶν» ὁ Ἅγιος προτρέπει τοὺς ἐν τῷ κόσμῳ Χριστιανοὺς νὰ συμμετέχουν στὸν Ἑσπερινό, στὸν Ὄρθρο καὶ στὴν Θεία Λειτουργία μαζὶ μὲ τὰ παιδιά τους, γιὰ νὰ συνηθίζουν, καὶ συνιστᾶ νὰ μὴ ἀπέχουν ἀπὸ τὶς κοινὲς Ἀκολουθίες προφασιζόμενοι τὴν κατ’ ἰδίαν προσευχὴ στὸ σπίτι. Χάριν τῆς κοινῆς προσευχῆς στὸν ναὸ συνέθεσε Κανόνες διαφόρων ἑορτῶν, συνέταξε τὸ Θεοτοκάριο καὶ ἑρμήνευσε τοὺς εἱρμοὺς τῶν δεσποτικῶν καὶ θεομητορικῶν ἑορτῶν, ὥστε ἡ ψαλμωδία νὰ εἶναι λογικὴ λατρεία.

στ) Ἡ ἀγάπη.

Ἡ μοναχικὴ ἄσκησης χωρὶς ἀγάπη δὲν σώζει. Ὁ ἅγιος Νικόδημος τὸ τονίζει μὲ ἔμφαση:

«Δὲν εἶναι θρήνων ἄξιον, νὰ βλέπη τινὰς τόσους καὶ τόσους ἀδελφοὺς νὰ ἀφήσουν τὸν κόσμον, καὶ νὰ κατοικοῦν μέσα εἰς τὰ ὄρη καὶ τὰ σπήλαια, διὰ νὰ σώσουν τὴν ψυχήν τους  νὰ ἐκχέουν τόσους αἱματωμένους ἵδρωτας  νὰ ἀγωνίζονται μὲ ὑπερβολικοὺς ἀγώνας, νηστειῶν, ἀγρυπνιῶν, κακοπαθειῶν, νωτοφοροῦντες, ὑδροφοροῦντες, καὶ πεζοὶ ὁδεύοντες μέσα εἰς δύσβατους καὶ ἀμφικρήμνους τόπους, καὶ ὕστερον ἀπὸ ὅλα αὐτά, νὰ βλέπη τοὺς τοιούτους νὰ τρέφουν εἰς τὴν καρδίαν τους ἕν τόσον φαρμακερὸ βασιλίσκο; τὸ μῖσος, λέγω, κατὰ τῶν ἀδελφῶν τους; ὤ! καὶ τὶς νὰ μὴ ἀναστενάξει; ὤ! καὶ τὶς νὰ μὴ χύση καρδιοστάλακτα δάκρυα;».

Ὁ ἅγιος Νικόδημος ἄσκησε τὴν ἀγάπη, παρότι ἔζησε ἔντονα τὶς συνέπειες τῶν ἀγώνων του ὑπὲρ τῶν ὀρθοδόξων παραδόσεων, κατηγορήθηκε, συκοφαντήθηκε, διώχθηκε.

Στὴν Ὁμολογία Πίστεως, πού χρειάσθηκε νὰ συντάξη γιὰ νὰ πληροφορήση, ὅπως λέγει, τοὺς μὴ εἰδότας καὶ νὰ διορθώση τοὺς ἐν γνώσει κατηγοροῦντας, γράφει περὶ τῶν κατηγόρων του πού δυστυχῶς εἶχαν ἀποκλίνει ἀπὸ τὴν ἀγάπη:

«Ἡ μοναδικὴ πολιτεία ἀπαιτεῖ νὰ ἔχουν οἱ Μοναχοὶ πραότητα, καὶ ἀταραξία καρδίας· αὐτοὶ ὅμως οἱ εὐλογημένοι…ταράττονται, ἀνάπτουν ἀπὸ τὸν θυμό, καὶ εὐθὺς λέγουν τὰ δυσφημότατα,. καὶ μὲ τοῦτο δείχνουν τὸ μῖσος καὶ τὴν πικρία, ὅπου φυλάττουν μέσα εἰς τὴν ψυχήν τους».

Τοὺς παρακαλεῖ νὰ συνέλθουν, νὰ ἀφήσουν τὰ πείσματα, νὰ ἐκριζώσουν τὸ μῖσος καὶ νὰ ἐγκολπωθοῦν τὴν ἀγάπη.

Στὴν ἀντίθετη περίπτωση, καταλήγει ὁ ἅγιος Νικόδημος, «ἐὰν δὲν ἐκριζώσετε τὸ μῖσος ἀπὸ τὴν καρδίαν σας, καὶ δὲν ἐμφυτεύσετε τὴν ἀγάπην, καὶ ἐὰν δὲν παύσετε ἀπὸ τὰς κατὰ τῶν ἀδελφῶν σας δυσφημίας, νὰ ἠξεύρετε (καὶ σύγγνωτε ἡμῖν διὰ τὴν τόλμη) ὅτι ματαίως κατοικεῖτε εἰς τὰ ὄρη καὶ τὰ βουνά· μάταιοι εἶναι ὅλοι οἱ ἀσκητικοί σας ἀγῶνες καὶ κόποι καὶ ἱδρῶτες ·νὰ εἰποῦμε καὶ τὸ μεγαλύτερον; μαρτύριο αἰσθητὸ ἐὰν ὑπομείνετε διὰ τὸν Χριστόν, ἔχετε δὲ μῖσος, μάταιο εἶναι τὸ τοιοῦτον μαρτύριό σας».

Δ’

Ὁ ἅγιος Νικόδημος διδάσκαλος τῆς μοναχικῆς ζωῆς

Ὁ Ἅγιος δὲν θαύμαζε μόνο, οὔτε μόνο ὑμνοῦσε τὴν μοναχικὴ ζωή, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν προσωπική του πείρα ἔγινε καὶ διδάσκαλος αὐτῆς. Πρόκρινε καὶ συνιστοῦσε τὴν μοναχικὴ ἔνταξη τῆς ἐν τῷ κόσμῳ χριστιανικῆς ζωῆς διὰ τοὺς δυναμένους χωρεῖν ὅπως φαίνεται στὴν ΣΤ’ Μελέτη του στὰ Πνευματικὰ Γυμνάσματα, ὁπού ἐξηγεῖ γιατί ἡ μοναχικὴ ζωὴ εἶναι καλλιτέρα, ἁγιοτέρα καὶ μακαριοτέρα τῆς ἐν τῷ κόσμῳ. Θεωροῦσε ὅτι ἡ μοναχικὴ ζωὴ εἶναι ὁ καλλίτερος τρόπος μετανοίας. Γι’ αὐτὸ εὔχεται σὲ ὅσους τυχὸν ἁμάρτησαν πολύ, νὰ τοὺς φώτιση ὁ Θεὸς νὰ γίνουν μοναχοὶ «καθότι ἡ Μοναχικὴ πολιτεία, εἶναι πολιτεία τῆς μετανοίας».

Ἐπειδὴ ὁ ἴδιος εἶχε γευθεῖ τοὺς γλυκεῖς καρποὺς τῆς μοναχικῆς ἀσκήσεως, ἤθελε ὅλοι οἱ δυνάμενα νὰ γίνουν μοναχοί, νὰ μὴ παρασυρθοῦν ἀπὸ τὴν φιλοζωία καὶ φιλοσαρκία καὶ παραμείνουν ἔτσι στὸν κόσμο, ἀλλὰ νὰ ἀκολουθήσουν τὴν στενὴ καὶ τεθλιμμένη ὁδὸ τῶν μοναχῶν:

«Εἶδες ἀδελφέ, πόσα καλὰ προξενεῖ ἡ ἐρημικὴ ζωή; εἶδες εἰς ποῖον ὕψος θεϊκοῦ πόθου ἀναβιβάζει τὸν ἄνθρωπον; λοιπόν, ἐὰν καὶ ἐσὺ ἐπιθυμεῖς τὰ ἀγαθὰ τῆς ἐρημικῆς ζωῆς, ταύτην τὴν ζωὴν ἀγάπησαν ταύτην διάλεξε ἀπὸ τὰς ἄλλας ζωάς· καὶ ἀφήσας κόσμον καὶ τὰ ἐν κόσμῳ φθαρτὰ καὶ μάταια, πήγαινε εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος ἤ εἰς τὸ Σίναιον, ἤ εἰς κανένα ἄλλο μέρος, γενοῦ μοναχὸς».

Ἤθελε ἡ ἀναχώρησης ἀπὸ τὸν κόσμο νὰ ἀκολουθεῖται ἀπὸ τὸν ἀγώνα νὰ ἐκριζωθοῦν οἱ προλήψεις καὶ φαντασίες τῶν κοσμικῶν πραγμάτων, ὥστε στὴν ζωὴ τοῦ μοναχοῦ νὰ φανερώνεται ἡ διπλὴ σταύρωσης, γιὰ τὴν ὁποία λέγει ὁ Ἀπόστολος «ἐμοὶ κόσμος ἐσταύρωται, κἀγώ τῷ κόσμῳ». Ἀποτέλεσμα τῆς διπλῆς αὐτῆς πράξεως τοῦ σταυροῦ εἶναι νὰ σβήσει ὁ πόθος γιὰ τὰ κοσμικὰ καὶ νὰ ἀνάψει ὁ θεῖος πόθος.

Νὰ ἐγκαταλείψη ὁ μοναχὸς τὸν τόπο τῆς μοναχικῆς του ἀσκήσεως εἶναι κινδυνωδέστατο. Ὁ ἅγιος Νικόδημος συμβουλεύει: «μὴ ἐπιστραφῆς πάλιν εἰς τὸν κόσμον καὶ τὰς τοῦ κόσμου φροντίδας… ἀλλ’ ὑπομένων ὑπόμενε ἤ εἰς τὴν ἡσυχία καὶ ἔρημον, ἤ ἐν ἂν ἐκλήθης Κοινοβίω, ἤ ἐν Σκήτῃ, ἤ ἐν Κελλίῳ, ἡ ἐν Μοναστηρίῳ, ἐκεῖ καὶ μένε· κίνδυνος γὰρ μέγας ἀκολουθεῖ σε ἀγαπητέ, μήπως ἐξερχόμενος ἐκ τοῦ τόπου σου, ἐξέλθης καὶ ἐκ τοῦ τρόπου σου».

Ἀποκαλύπτει ὁ Ἅγιος τὶς πιὸ συχνὲς αἰτίες μεταβάσεως στὸν κόσμο καὶ συμβουλεύει: «Πρόσεχε δὲ μὴ σὲ ἀπατήσει ὁ διάβολος καὶ σὲ ἐκβάλει ἀπὸ τὴν ἡσυχία, ἤ διατὶ ἠσθένησας καὶ θέλεις νὰ ἰατρευθῆς, ἤ διὰ νὰ ὑπάγης εἰς σχολεῖον νὰ μάθης τάχα μεγαλύτερα μαθήματα -ἐκ τοῦ διαβόλου γὰρ εἶναι αἱ προφάσεις αὐταί, μὲ σκοπὸν διὰ νὰ σὲ ρίψη εἰς καμία παγίδα, καὶ νὰ θανάτωση τὴν ψυχήν σου, ἐν τῷ κόσμῳ εὑρισκομένου».

Προτρέπει ὁ ἅγιος Νικόδημος τοὺς μοναχοὺς νὰ εἶναι φῶς καὶ παράδειγμα γιὰ τοὺς κοσμικούς, ὅπως περὶ τῆς μοναχικῆς πολιτείας γράφει καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακας. Γράφει: «Πρόσεχε ὅμως ἀγαπητέ, καὶ ἐὰν γένης μοναχός, ἀγωνίσου νὰ εἶσαι φῶς εἰς τοὺς κοσμικούς· καὶ νὰ γίνεσαι τύπος καὶ καλὸν παράδειγμα εἰς αὐτούς· ἵνα βλέποντες τὰ καλά σου ἔργα, δὲν κατηγοροῦν τὴν μοναχικὴν πολιτείαν, ἀλλὰ μάλιστα ἐπαινοῦν αὐτὴν καὶ παρακινοῦνται εἰς τὸ νὰ μιμοῦνται αὐτὴν καύχημα γὰρ τῆς Χριστοῦ ἐκκλησίας ἡ μοναχικὴ πολιτεία».

Συνιστᾶ ὁ Ἅγιος ἐπίσης στοὺς μοναχοὺς νὰ ἐπιδίδονται στὴν ἀνάγνωση τῶν Βίων τῶν Ἁγίων, διότι «οἱ μὲν ἀρχάρια ἐξ αὐτῶν, διδάσκονται τὴν ξενιτία, τὴν ἀποταγὴ καὶ τὴν παραίτηση τοῦ κόσμου, τὴν ὑποταγὴ καὶ ὑπακοή, τὸν θεῖον φόβον καὶ τὰς ἄλλας ἀρετάς, ὅπου ἀνήκουσιν εἰς αὐτούς· ἃ δὲ μεσαία καὶ προκύπτοντες, διδάσκονται τὴν κάθαρσιν τῶν παθῶν, τὴν διάκρισιν, τὴν διόραση, τὴν ἀρέμβαστον προσευχή, τὴν μετὰ λόγου ἡσυχία καὶ τὰς ἄλλας ἀρετάς, ὅπου συνιστῶσι τὸν βαθμό τους, καὶ τελευταῖον, οἱ τέλεια διδάσκονται ἀπὸ τοὺς βίους τούτους, τὴν ἀληθῆ καὶ ὑψοποιὸν ταπείνωσιν, τὴν θείαν ἀγάπη, τὴν ἔλλαμψιν τοῦ νοός, τὸν φωτισμὸ τῆς καρδίας, τὴν πρόγευσιν τῶν μελλόντων, τὴν τοῦ νοὸς ἁρπαγὴ πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τὴν ἀποκάλυψιν τῶν ἀπόκρυφων μυστηρίων».

Εἶναι, τέλος, ἀξιοπρόσεκτο ὅτι ὁ ἅγιος Νικόδημος συμβουλεύει τὸν ἐξάδελφό του, ἐπίσκοπο Εὐρίπου Ἱερόθεο, ὅτι ἡ μοναχικὴ ζωὴ ἀποτελεῖ ἀπαραίτητη προετοιμασία γι’ αὐτὸν πού καλεῖται νὰ ἀναλάβει τὴν διαποίμανση τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, τὸν ἀρχιερέα, καὶ ἐξαίρει τὴν παλαιὰ συνήθεια τῆς Ἐκκλησίας «τὸ νὰ ἐκλέγονται δηλαδὴ ἀπὸ τοῦ σεμνοῦ τάγματος τῶν Μοναχῶν, ὅλοι ἐκεῖνοι… ὅσοι ἔμελλον νὰ ἀναβῶσιν εἰς τοὺς ὑπεροχικοὺς θρόνους τῆς ἀρχιεροσύνης, καὶ νὰ ἐγχειρισθῶσι προστασία ψυχῶν».

Ε

Ἡ προσφορά τοῦ ἁγίου Νικοδήμου στήν Ἐκκλησία.

Καίτοι αὐστηρὸς ἡσυχαστὴς ὁ ἅγιος Νικόδημος, πονοῦσε τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ πού ζοῦσε στὴν ἄγνοια καὶ στερεῖτο πνευματικῆς φροντίδας. Ἡ ἀγάπη του γιὰ τὴν Ἐκκλησία τὸν ἔκανε νὰ ἀνάλωση ὅλη του τὴν ζωὴ συγγράφοντας γιὰ τὴν οἰκοδομὴ τῶν ἀδελφῶν του Χριστιανῶν.

Μὲ τὸ Νέον Μαρτυρολόγιον ἐνίσχυσε τοὺς πρώην ἀρνησιχρίστους νὰ ἐπιστρέψουν καὶ πολλοὶ νὰ μαρτυρήσουν γιὰ τὸν Χριστό.

Μὲ τὸ Πηδάλιον προσέφερε στὴν Ἐκκλησία τὸ μόνο μέχρι σήμερα ἐν χρήσει βοήθημα γιὰ ἄσκηση τῆς ποιμαντικῆς κατὰ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνας.

Μὲ τὴν Φιλοκαλία συνετέλεσε, ὥστε καὶ οἱ ἐν τῷ κόσμῳ Χριστιανοὶ νὰ μυηθοῦν στὴν ἡσυχαστικὴ ζωὴ καὶ νὰ τὴν ἀσκοῦν στὸ μέτρο τοῦ δυνατοῦ.

Μὲ τὰ ἑρμηνευτικά του ἔργα βοήθησε νὰ γίνεται ἡ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας πιὸ συνειδητὴ καὶ γι’ αὐτὸ λατρεία λογική.

Μὲ τὰ ψυχωφελῆ, τέλος, συγγράμματά του συνετέλεσε ὥστε ἡ εὐσέβεια τοῦ λαοῦ νὰ παίρνει ἡσυχαστικὸ χαρακτήρα μὲ προοπτικὴ τὴν κάθαρση τῆς καρδιᾶς καὶ τὴν θέωση.

Ὁ ἅγιος Νικόδημος ἔδειξε ζωηρὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν στερέωση τῆς Ὀρθόδοξου Παραδόσεως καὶ Ἀποστολικῆς Πίστεως στὴν Ἐκκλησία καὶ ἀγωνίσθηκε γι’ αὐτό. Ἔδειξε μὲ τὴν στάση του αὐτὴ τὴν ἀδιάσπαστη συνέχεια μιᾶς παραδόσεως στὴν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία θέλει τοὺς μοναχοὺς εὐαίσθητους σὲ θέματα πίστεως, μιᾶς παραδόσεως πού φθάνει στὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ, τὸν ὅσιο Μελέτιο τὸν Ὁμολογητή, τὸν ἅγιο Θεόδωρο τὸν Στουδίτη, τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Δαμασκηνό, τὸν ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή, τοὺς Ὅσιους Σάββα τὸν Ἡγιασμένο καὶ Θεοδόσιο τὸν Κοινοβιάρχη καὶ μέχρις αὐτὸν τὸν Μέγα Ἀντώνιο.

Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἔλαβε θέσιν ὑπὲρ τοῦ (ἀνὰ)βαπτισμοῦ τῶν Λατίνων ὡς ἀβαπτίστων, ὅτι διόρθωσε καὶ ἑτοίμασε πρὸς ἔκδοση τὴν Ἀλφαβηταλφάβητο καὶ συνέγραψε τὸν κατὰ πλάτος βίο τοῦ ὁσίου Μελετίου τοῦ Ὁμολογητοῦ, ὥστε ὁ φιλευσεβὴς ἀναγνώστης νὰ «γνωρίσει τὸ φῶς τῆς ἐδικῆς μας ὀρθοδοξίας, καὶ τὸ σκότος τῆς ἐκείνων κακοδόξου αἱρέσεως· καὶ οὕτως νὰ στηρίζεται εἰς τὰ θεῖα δόγματα τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, καὶ νὰ ἀποφεύγει τὰ αἱρετικὰ καὶ ἀντίθεα φρονήματα τῆς Δυτικῆς».

Εἶναι ἄξιον μνείας τὸ γράμμα πού ὁ ἅγιος Νικόδημος ἔγραψε πρὸς τὸν ἐφησυχάζοντα τότε στὸ Ἅγιον Ὅρος Πατριάρχη ἅγιο Γρηγόριο τὸν Ε’ συνιστῶν τὸ βάπτισμα Ρωμαιοκαθολικοῦ μοναχοῦ, ὁ ὁποῖος «καταβαπτισμένος ὧν καὶ μεμολυσμένος τῷ τῶν Λατίνων μολύσματι, προσέρχεται… ὅπως βαπτισθῆ τῷ τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολικῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας Ὀρθοδόξῳ βαπτίσματι».

Τέλος, τὸ καθολικὸ ὑπὲρ τῆς Ἐκκλησίας ἐνδιαφέρον τοῦ Ἁγίου φθάνει καὶ μέχρι τοῦ γυναικείου μοναχισμοῦ, τοῦ ὁποίου ἐξαίρει τὴν ἀξία καὶ σημασία γιὰ τὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι πολὺ σημαντικὴ ἡ ὑποσημείωσή του στὴν ἑρμηνεία τῆς Α’ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολῆς, ὁπού μεταξὺ ἄλλων ἀναφέρει: «Πόσον δὲ καλὸν καὶ ψυχωφελὲς ἔργον εἶναι νὰ κτίζονται εἰς κάθε τόπον μοναστήρια καλογραιῶν παρὰ τῶν χριστιανῶν· ἐγὼ δὲν δύναμαι νὰ παραστήσω διὰ λόγου. Ὅσοι γὰρ χριστιανοὶ κτίζουν μοναστήρια καλογραιῶν εἰς τὸν τόπον τους, αὐτοὶ ἀληθῶς κτίζουν ἕνα λιμένα, διὰ μέσου τοῦ ὁποίου ἐλευθερώνουν τὰς ψυχάς ἀπὸ τὴν φουρτούνα τοῦ κόσμου».

Καὶ στὴν συνέχεια συνιστᾶ ὁ ἅγιος Νικόδημος στοὺς Χριστιανοὺς νὰ φροντίζουν γιὰ τὴν ἐξοικονόμηση τῶν χρειωδῶν τῶν γυναικείων μοναστηριῶν, προσθέτων ὅτι αὐτοὶ «κάμνουν μίαν ἐλεημοσύνην, ὅπου ὑπερβαίνει ὅλες τίς ἐλεημοσύνες, ὅπου ἤθελε κάμη τινὰς εἰς ἄλλα πρόσωπα πτωχῶν καὶ ἀσθενῶν».

Ὁ ἅγιος Νικόδημος μὲ τὸ συγγραφικό του ἔργο καὶ ἰδιαιτέρως μὲ τὴν ἁγιότητα τοῦ βίου του ἔγινε ἕνας οἰκουμενικὸς διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας.

Ἂν καί, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὰ συγγράμματά του, εἶχε πλουσιότερα ἡσυχαστικὴ πείρα ἀπὸ ὅτι κοινοβιακή, ἐν τούτοις ἔγινε ὁ χειραγωγὸς πολλῶν νέων παλαιότερα καὶ σήμερα πρὸς τὸν κοινοβιακὸ μοναχισμὸ ἐν Ἁγίῳ Ὄρει καὶ ἐκτὸς αὐτοῦ.

Τὸ σημαντικὸ εἶναι ὅτι ἡ ὑπὸ εὐρείαν ἔννοια ἡσυχαστική του διδασκαλία, ἡ ἀποβλέπουσα στὴν νηπτικὴ ἐν καρδίᾳ ἐργασία τῶν μοναχῶν, βοήθησε νὰ γίνη κατανοητό, ὅτι καὶ ἡ ἄσκησης στὰ μοναχικὰ κοινόβια δέον νὰ εἶναι κατ’ οὐσία ἡσυχαστική, ὁδηγοῦσα τοὺς θεοφιλῶς ἀγωνιζόμενους μοναχοὺς στὴν τελεία ἕνωση μὲ τὸν Θεὸ διὰ τῆς τελείας ὑπακοῆς, τῆς κατὰ τὸ δυνατὸν ἀδιαλείπτου προσευχῆς καὶ λατρείας τοῦ Θεοῦ, τῆς θυσιαστικῆς φιλαδελφίας καὶ ἀνυποκρίτου ἀγάπης.

Παρακαλοῦμε τὸν ὅσιο Πατέρα ἡμῶν Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη νὰ πρεσβεύει γιὰ τοὺς ἀγωνιζομένους σήμερα μοναχοὺς καὶ μοναχές, γιὰ τὴν εὐστάθεια τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καὶ γιὰ τὴν Ὀρθόδοξο Πίστη μας, πού, ὅπως καὶ στὴν ἐποχή του, ἔτσι καὶ σήμερα εἶναι φῶς τοῦ κόσμου καὶ ἡ μόνη ἐλπίδα του.

 

 Ἀρχιμανδρίτης π. Γεώργιος Καψάνης

Πηγή:  imaik.gr

Σάββατο 18 Ιουνίου 2022

Εἰς τήν Πεντηκοστήν - Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης

 

 


 Α´. Μεταβολήν τοῦ νοῦ.
Β´. Μεταβολήν τῆς καρδίας.
Γ´. Μεταβολήν τῆς γλώσσης.

 Συλλογίσου ἀγαπητέ, πῶς τό Πανάγιον Πνεῦμα ὅταν κατέβη εἰς τό ὑπερῷον ἐν εἴδει πυρίνων γλωσσῶν, ὡσάν ἕνας σφοδρότατος ἄνεμος καί βροντή, ἐγέμισεν ὅλον τόν οἶκον, εἰς τόν ὁποῖον ἦσαν καθήμενοι οἱ θεῖοι Ἀπόστολοι καί ἐπροσηύχοντο· «καί ἐπλήρωσε τόν οἶκον, οὗ ἦσαν καθήμενοι» (Πραξ. β´. 2)· καί τόν ἔκαμεν ὡσάν μίαν κολυμβήθραν, ὡς λέγει ὁ Θεσσαλονίκης Γρηγόριος, διά νά βαπτίσῃ τούς Ἀποστόλους μέ τήν θείαν χάριν του, περί τοῦ ὁποίου τούτου βαπτίσματος προεῖπεν εἰς αὐτούς ὁ Κύριος· «ὑμεῖς δέ βαπτισθήσεσθε ἐν Πνεύματι ἁγίῳ οὐ μετά πολλάς ταύτας ἡμέρας (Πράξ. α´ 5).

Ἐπλήρωσε δέ τόν οἶκον, οὗ ἦσαν καθήμενοι, κολυμβήθραν αὐτόν ἀπεργαζομένη πνευματικήν, καί πληροῦσα τήν τοῦ Σωτῆρος ἐπαγγελίαν, ἥν καί αὐτήν ἀναλαμβανόμενος πρός αὐτούς ἔλεγεν, ὅτι Ἰωάννης μέν ἐβάπτισεν ὕδατι, ὑμεῖς δέ βαπτισθήσεσθε ἐν Πνεύματι ἁγίῳ…ἀλλά καί τήν κλῆσιν ἥν αὐτοῖς ἐπέθηκεν, ἐπαληθεύουσαν ἔδειξε· διά γάρ τοῦ ἐξ οὐρανοῦ τούτου ἤχου, ὄντως υἱοί βροντῆς γεγόνασιν οἱ Ἀπόστολοι» (Λόγος εἰς τήν Πεντηκ.) Τότε δή τότε αὐτό τό Πανάγιον Πνεῦμα ἐνήργησεν εἰς τούς Ἀποστόλους τρεῖς μεταβολάς (καί αὐταί αἱ μεταβολαί εἶναι κυρίως ὁ καρπός καί τῶν παρόντων πνευματικῶν γυμνασμάτων).

Ἡ α´ μεταβολή ἦτο τοῦ νοός τῶν Ἀποστόλων, ἡ ὁποία μετέβαλεν εἰς αὐτούς ἐκείνας τάς πρώτας ἰδέας ὅπου εἶχον περί τῶν πράγματων τοῦ κόσμου τούτου καί τούς ἔκαμε νά γνωρίσουν καθαρά τό ταπεινόν καί μάταιον τῶν παρόντων ἀγαθῶν, καί ἐξεναντίας νά γνωρίσουν τό μεγαλεῖον καί αἰώνιον τῶν μελλόντων, ὥστε ἐκεῖνοι οἱ ἴδιοι ὅπου ὀλίγον προτήτερα φιλονικοῦσαν ἀναμεταξύ τους ποῖος ἀπό αὐτούς νά ἦτο ὁ πρῶτος καί μεγαλύτερος· «ἐγένετο δέ καί φιλονικία ἐν αὐτοῖς τό τίς αὐτῶν δοκεῖ εἶναι μείζων» (Λουκ. κβ´ 24). Ὕστερα ἀφ᾿ οὗ ἔλαβαν τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, ἐμετροῦσαν διά μεγάλην εὐτυχίαν, τό νά εἶναι μικρότεροι ἀπό ὅλους· τό νά καταφρονοῦνται ἀπό ὅλους διά τόν Χριστόν καί τό νά λογίζωνται ἀσθενεῖς, μωροί, ἄτιμοι, ὄνειδος, σκύβαλα καί σκουπίδια τοῦ κόσμου καί τῶν ἀνθρώπων· «ἡμεῖς μωροί διά Χριστόν, ἡμεῖς ἀσθενεῖς, ἡμεῖς ἄτιμοι, ὡς περικαθάρματα τοῦ κόσμου ἐγεννήθημεν, πάντων περίψημα ἕως ἄρτι» (Α´ Κορ. δ´ 10).

Τώρα ἀδελφέ στοχάσου ἀνίσως ἔγινε καί εἰς ἐσέ αὐτή ἡ μεταβολή τοῦ νοός διά μέσου τούτων τῶν πνευματικῶν γυμνασμάτων ὅπου ἀνάγνωσες καί ἕως εἰς ποῖον βαθμόν ἔφθασες, διότι ἀνίσως καί ἕως τώρα ἐνόμισες ἕνα μεγάλον καλόν, τό νά σέ τιμοῦν καί νά σέ ἔχουν οἱ ἄνθρωποι εἰς ὑπόληψιν, τό νά ζῇς εἰς τήν καρδίαν πάντων, ἤγουν τό νά σέ ἀγαποῦν ὅλοι, τό νά γυρεύης πάντοτε καινούργιαις ἡδοναῖς καί νά ἐξοδεύης εἰς αὐταῖς τόν καιρόν ὅπου σοῦ ἐδόθη διά νά κερδίσης τά αἰώνια ἀγαθά καί τό νά ζῇς μέ τέλη καί ἀντιρρήσεις κοσμικάς, φανερόν εἶναι ὅτι ὁ νοῦς σου ὡδηγεῖτο ἕως τώρα ἀπό τό πνεῦμα τοῦ κόσμου καί ὄχι ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καί πρέπει διά τοῦτο νά λυπῆσαι καί νά μετανοῇς διότι ἀπέθανεν ὁ Χριστός καί ἀνέστη καί ἀνελήφθη εἰς τούς οὐρανούς, ὄχι διά νά σοῦ δώσῃ τό πνεῦμα τοῦ κόσμου.’Aλλά διά νά σοῦ δώσῃ τό Πνεῦμα τό ἰδικόν του καί ἐσύ μέ τήν κακήν ζωήν ὅπου ἔζησες δέν ἔγινες δεκτικός τοῦ θείου του Πνεύματος· «ἡμεῖς δέ οὐ τό πνεῦμα τοῦ κόσμου ἐλάβομεν, ἀλλά τό πνεῦμα τό ἐκ τοῦ Θεοῦ» (Α´ Κορ. β´ 12).

Πρέπει ὅμως ἀπό τώρα καί ὕστερα νά εἶσαι ἀποφασισμένος νά κάμνης ὅλα τά ἐναντία, ἤγουν νά ὁδηγῆσαι μέ τάς διδασκαλίας τοῦ Εὐαγγελίου καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί νά μή λογιάζῃς ἄλλην τιμήν, παρά ἐκείνην ὅπου σέ μεγαλύνει ἐμπρός εἰς τόν Θεόν καί νά μή ψηφᾷς ἄλλο καλόν, παρά ἐκεῖνο ὅπου σοῦ προξενεῖ τήν ἀπόλαυσιν τοῦ Παραδείσου.

Εἶναι καλόν σημάδι πῶς ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἄρχισε νά φωτίζῃ τόν νοῦν σου καί θέλει νά σέ μεταβάλῃ ἀπό ἐκεῖνον ὅπου ἤσουν εἰς ἄνδρα ἄλλον, καθώς εἶναι γεγραμμένον περί τοῦ Σαούλ· «καί ἐφαλεῖται ἐπί σέ Πνεῦμα Κυρίου, καί στραφήσῃ εἰς ἄνδρα ἄλλον» (Α´. Βασιλ. ι´. 6) καί πρέπει διά τοῦτο νά χαίρῃς καί νά εὐχαριστῇς τόν Κύριον ὅπου σέ ἐφώτισε μέ τό Ἅγιόν του Πνεῦμα, διά νά μή περιπατῇς πλέον ὡσάν νήπιος, ἀλλά ὡσάν ἄνδρας τέλειος· «ὅτε ἤμην νήπιος, ὡς νήπιος ἐφρόνουν ὡς νήπιος ἐλογιζόμην· ὅτε δέ γέγονα ἀνήρ, κατήργηκα τά τοῦ νηπίου» (Α´. Κορ. ιγ´ 11)· καί διά νά μή ἀκολουθῇς πλέον τό φρόνημα τῆς σαρκός ὅπου εἶναι θάνατος ἀλλά τό φρόνημα τοῦ Πνεύματος ὅπου εἶναι ζωή· «τό γάρ φρόνημα τῆς σαρκός θάνατος· τό δέ φρόνημα τοῦ Πνεύματος, ζωή καί εἰρήνη» (Ρωμ. η´. 6).

Αἰσχύνθητι λοιπόν διά τήν περασμένην ζωήν ὅπου ἔζησες ὄχι ὡσάν οἰκεῖος τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά ὡσάν ξένος καί ἀλλότριος, μέ τό νά μή εἶχες τό Πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ, ἐπειδή κατά τόν Ἀπόστολον· «εἴ τις Πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ οὐκ ἔχει οὗτος, οὐκ ἔστιν αὐτοῦ» (Ρωμ. η´ 9). Καί παρακάλεσαι ταπεινῶς τό Ἅγιον Πνεῦμα νά μεταβάλη τελείως τόν νοῦν σου εἰς τό θεῖον του θέλημα, φωτίζωντάς τον μέ τήν χάριν του. Ὄχι κατά τήν ἐπιφάνειαν ἀλλά κατά βάθος διά νά μή ὑστερηθῇς καί ἐσύ τόν φωτισμόν καί τήν χάριν του καί νά λέγῃς μέ τόν Δαβίδ· «καί τό φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου, καί αὐτό οὐκ ἔστι μετ᾿ ἐμοῦ» (Ψαλμ. λζ´ 10)· ἀλλά μᾶλλον νά λαμβάνης ἐπάνω εἰς τόν ἁμυδρότερον φωτισμόν, ἄλλον καθαρώτερον καί λαμπρότερον φωτισμόν καί νά λέγῃς· «ἐν τῷ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς» (Ψαλμ. λε´ 10).

Πῶς δέ νά συγκρατῇς τόν φωτισμόν τοῦτον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τόν νοῦν σου καί πῶς νά μή τόν ἀφήσῃς νά σβύσῃ; Ἄκουσον τί σοῦ λέγει ὁ θεῖος Χρυσόστομος· καθώς τό φῶς τοῦ λύχνου μέ τό λάδι ἀνάπτει καί συγκρατεῖται, καί ὅταν σωθῇ τό λάδι τότε σβύνει καί αὐτό, ἔτσι καί ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀνάπτει καί μᾶς φωτίζει, ὅταν ἔχωμεν καλά ἔργα, καί ἐλεημοσύνην εἰς τήν ψυχήν μας. Ὅταν δέ τά καλά ἔργα λείψουν καί ἡ ἐλεημοσύνη, ἀναχωρεῖ ἀπό ἡμᾶς καί τό φῶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· «καθάπερ γάρ τό λυχνιαῖον φῶς ἐλαίῳ κατέχεται καί ἀναλωθέντος τούτου, κᾀκεῖνο σβέννυται, οὕτω δή καί ἡ τοῦ Πνεύματος χάρις, παρόντων μέν ἡμῖν ἔργων ἀγαθῶν, καί ἐλεημοσύνης πολλῆς ἐπιχεομένης τῇ ψυχῇ, μένει καθάπερ ἐλαίῳ κατεχομένη ἡ φλόξ· ταύτης δέ οὐκ οὔσης, ἄπεισι καί ἀναχωρεῖ» (Τόμ. Θ´ λόγος 55). Καθώς καί τό Πνεῦμα Κυρίου ὅπου ἐδόθη εἰς τόν Σαούλ, ἀνεχώρησεν ἀπό λόγου του μέ τό νά μή εἶχε γνώμην ὀρθήν καί ἔργα θεάρεστα· «Πνεῦμα Κυρίου ἀπέστη ἀπό Σαούλ» (Α´. Βασιλ. ις´ 14· διά τοῦτο καί ὁ Παῦλος παραγγέλει γράφων· «τό Πνεῦμα μή σβέννυτε» (Α´. Θεσσ. ε´ 19).

Λέγει γάρ ὁ μέγας Βασίλειος καί καθώς ἄλλη μέν θερμότης εὑρίσκεται εἰς τά σώματα καθ᾿ ἕξιν πολυχρόνιος, ἄλλη δέ κατά διάθεσιν ὀλιγοχρόνιος, ἔτσι καί τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, εἰς ἄλλους μέν παραμένει καθ᾿ ἕξιν διά τήν στρεότητα τῆς καλῆς των γνώμης, ὡς ἠκολούθησεν εἰς τόν Ἐλδάδ καί Μωδάδ, περί τῶν ὁποίων γράφουσιν οἱ ἀριθμοί, ὅτι ἐπροφήτευον πάντοτε· εἰς ἄλλους δέ μόνον εὑρίσκεται ὡς διάθεσις, καί γρήγορα ἀναχωρεῖ διά τό ἀστερέωτον τῆς γνώμης των, ὡς ἠκολούθησεν εἰς τόν Σαούλ καί εἰς τούς ἑβδομήκοντα πρεσβυτέρους, οἱ ὁποῖοι μίαν φοράν μόνον ἐπροφήτευσαν, καί ὕστερον ἔχασαν τῆς προφητείας τό χάρισμα. Ὡς ἐν σώμασιν ὑγίεια, ἤ θερμότης, ἤ ὅλως εὐκίνητοι διαθέσεις, οὕτω καί ἐν ψυχῇ πολλάκις ὑπάρχει τό πνεῦμα, τοῖς διά τό τῆς γνώμης ἀνίδρυτον εὐκόλως ἥν ἐδέξατο χάριν ἀπωθουμένοις οἷος ὁ Σαούλ καί οἱ πρεσβύτεροι οἱ ἑβδομήκοντα τῶν υἱῶν Ἰσραήλ, πλήν τοῦ Ἐλδάδ καί Μωδάδ· «τούτοις γάρ μόνοις ἐκ πάντων φαίνεται παραμεῖναν τό Πνεῦμα· καί ὅλως εἴ τις τούτοις τήν προαίρεσιν παραπλήσιος» (Κεφ. κς´. Περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος).

Συλλογίσου ἀγαπητέ τήν β´. μεταβολήν ὅπου ἔκαμε τό Πανάγιον Πνεῦμα εἰς τήν καρδίαν τῶν Ἀποστόλων, οἱ ὁποῖοι εἰς τήν ἀρχήν ἦσαν τόσον φιλόζωοι, τόσον φιλόσαρκοι, τόσον δειλοί, ὅπου διά νά φυλάξουν τήν ζωήν τους, ὁ ἕνας ἄφησε τόν διδάσκαλόν του εἰς τό πάθος καί ἔφυγε γυμνός· «καί εἷς τις νεανίσκος ἠκολούθει αὐτῷ περιβεβλημένος σινδόνα ἐπί γυμνοῦ… ὁ δέ καταλιπών τήν συνδόνα γυμνός ἔφυγεν ἀπ᾿ αὐτῶν» (Μαρκ. Ιδ´ 51. (Οὗτος ἦτο ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος, ὅστις ἐφόρει ἕνα μόνον ἱμάτιον εἰς ὅλην του τήν ζωήν, ὡς λέγει ὁ ἱερός Θεοφύλακτος), ὁ ἄλλος τόν ἠρνήθη καί ὅλοι οἱ ἄλλοι ἀνεχώρησαν· «καί ἀφέντες αὐτόν πάντες ἔφυγον». (Μαρκ. ιδ´. 51). Καί τόσον ἦσαν τρομαγμένοι ὡσάν λαγωοί ὅπου ἔστεκαν κεκλεισμένοι ἀπό τόν φόβον τους μέσα εἰς τό ὑπερῶον καί δέν ἐτόλμων νά εὔγουν ἔξω σχεδόν εἰς ὅλον τό διάστημα τῶν πεντήκοντα ἡμερῶν ὅπου ἐπέρασαν μετά τήν Ἀνάστασιν ἀλλ᾿ ἀφ᾿ οὗ κατέβη εἰς αὐτούς τό Ἅγιον Πνεῦμα, μετέβαλε τήν ἀσθένειαν τῆς καρδίας των εἰς ἀνδρείαν καί γενναιότητα.

 Ὅθεν εὐγῆκαν ἔξω ὡσάν τόσοι ἄφοβοι λέοντες καί ἐκήρυττον τόν ἐσταυρωμένον Ἰησοῦν ἐμπρός εἰς ὅλον τό πλῆθος τοῦ λαοῦ μέ μέτωπον ἀνοικτόν, μέ στῆθος ἀνδρειωμένον καί μέ τόλμην καί παρρησίαν χωρίς νά δειλιάσουν οὔτε ἀπό φοβερισμούς, οὔτε ἀπό δαρμούς, οὔτε ἀπό βάσανα καί μαρτύρια, οὔτε ἀπό τόν ἴδιον θάνατον· ἀλλ᾿ ἐπεθύμουν ταῦτα πάντα ὡς τρυφάς καί ξεφαντώματα καί ἔχαιρον ὑπερβολικά ὅταν τά ἐλάμβανον· «οἱ μέν οὖν ἐπορεύοντο χαίροντες ἀπό προσώπου τοῦ συνεδρίου, ὅτι ὑπέρ τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ κατηξιώθησαν ἀτιμασθῆναι» (Πραξ. ε´. 41).

Τότε ἤθελες ἰδεῖ ἐκεῖνον τόν δειλότατον καί φιλόζωον Πέτρον, ὅπου πρότερον δέν ἠδυνήθη νά ἀκούσῃ χωρίς φόβον οὔτε ἕνα ψιλόν λόγον ἑνός δυστυχισμένου κορασίου, πῶς ἐστάθη μέ τόσην ἀφοβίαν καί τόλμην καί ἐδημηγόρησε μεγαλοφώνως ἔμπροσθεν εἰς ἕνα μυριάριθμον πλῆθος ἀνθρώπων, χωρίς νά στοχάζεται πῶς εἶναι ὁλότελα ἄνθρωποι ἀλλά πῶς εἶναι κνώδαλα καί φυτά ἤ λίθοι, καί μέ τήν δημηγορίαν του εἵλκυσεν εἰς τήν πίστιν τοῦ Χριστοῦ τρεῖς χιλιάδας λαοῦ· «σταθείς δέ Πέτρος σύν τοῖς ἕνδεκα ἐπῆρε τήν φωνήν αὐτοῦ, καί ἀπεφθέγξατο αὐτοῖς» (Πράξ. β´. 14).

Τότε ἤθελες ἰδῇ ἐκείνους τούς ἁλιεῖς καί ἀγραμμάτους πλουτισμένους ἀπό τόσην σοφίαν καί σύνεσιν, ὥστε νά κάμνουν τούς σοφούς καί γραμματισμένους νά ἐξίστανται καί νά ἀποροῦν· «καί καταλαβόμενοι, ὅτι ἄνθρωποι ἀγράμματοί εἰσι καί ἰδιῶται ἐθαύμαζον». (Πράξ. δ´ 13). Καί τοῦτο διατί; διότι ἔδωκεν εἰς τήν καρδίαν αὐτῶν χῦμα γνώσεως τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, καθώς εἶναι γεγραμμένον περί τοῦ Σολομῶντος· «καί ἔδωκε Κύριος φρόνησιν τῷ Σολομών καί χῦμα καρδίας» (Γ´ Βασιλ. δ´ 29)· καί διότι ” ἥψατο Κύριος καρδίας αὐτῶν ὡς γέγραπται» (Α´ Βασιλ. ι´ 26).

 Ὤ χάρις! ὤ ἐνέργεια! ὤ πῦρ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό ὁποῖον ὅταν μίαν φοράν ἀνάψῃ τήν καρδίαν, τούς λαγῳούς κάμνει λέοντας, τούς ἀδυνάτους δυνατούς, τούς ἀσόφους σοφούς, τούς πηλίνους κατασκευάζει πυρίνους καί τούς πρῴην ἀνδριάντας μεταβάλλει εἰς ἄνδρας τελείους. Καί τοῦτο εἶναι ἐκεῖνο ὅπου ὁ Θεός ὑπεσχέθη νά δώσῃ διά τοῦ Προφήτου Μιχαίου λέγων· «οὐκ ἔσται ὁ ἐπακούων αὐτῶν, ἐάν μή ἐγώ ἐμπλήσω ἰσχύν ἐκ Πνεύματος Κυρίου» (Μιχ. γ´ 8).

Τώρα καί ἐσύ ἀδελφέ ὅπου ἀναγινώκεις ταῦτα, στοχάσου, ἐάν ἔλαβες αὐτήν τήν γενναιότητα καί θέρμην εἰς τήν καρδίαν σου διά νά μή φοβῆσαι σάρκα, κόσμον καί κοσμοκράτορα, τοῦτο εἶναι σημεῖον πῶς μετεβλήθης ἀπό τό Πνεῦμα Κυρίου, καθώς εἶναι γεγραμμένον· «τότε μεταβαλεῖ τό Πνεῦμα καί διελεύσεται, καί ἐξιλάσεται· αὕτη ἡ ἰσχύς τῷ Θεῷ μου» (Ἀββακ. α´ 11).

Στοχάσου, καί ἐάν ἐσύ προτήτερα ἐγύρευες μέ ὅλην τήν ὁρμήν τῶν ἐπιθυμιῶν σου τά ἀγαθά τοῦ κόσμου, τά πλούτη, τάς δόξας, τάς ἡδονάς καί ἐλόγιαζες ὅτι ἦτο μακαριώτερος ὅποιος εἶχεν ἀπό αὐτά τά ἀγαθά περισσότερα, ἤξευρε ὅτι ἕως τώρα ἦτο ἡ καρδία σου πεπαλαιωμένη, ἀναίσθητος καί πεπωρωμένη ὡσάν πέτρα ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ κόσμου καί τῆς σαρκός. Καί λυπήσου διά τοῦτο καί μετανόησον, πώς εἰς τόσους χρόνους τῆς ζωῆς σου, δέν ἔγινες ἄξιος νά λάβῃς διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μίαν καινούργιαν καρδίαν αἰσθητικήν τοῦ συμφέροντός σου, τήν ὁποίαν ὑπεσχέθη νά σοῦ δώσῃ ὁ Θεός· «καί δώσω ὑμῖν καρδίαν καινήν καί πνεῦμα καινόν δώσω ὑμῖν· καί ἀφελῶ τήν καρδίαν τήν λιθίνην ἐκ τῆς σαρκός ὑμῶν καί δώσω ὑμῖν καρδίαν σαρκίνην καί τό πνεῦμά μου δώσω ἐν ὑμῖν» (Ἰεζεκ. λς´. 26).

Ἐάν δέ τώρα γυρεύῃς ὅλα τά ἐναντία καί ἀντί νά ὑπερηφανεύεσαι διά τά πλούτη, ἐσύ περισσότερον ταπεινώνεσαι καί χαίρεις εἰς τήν πτωχείαν· ἀντί νά θέλῃς τάς τρυφάς καί τά ξεφαντώματα, ἐσύ ἀγαπᾷς τήν ὀλιγάρκειαν καί ἐγκράτειαν, ἤξευρε, ὅτι τό Πνεῦμα τό Ἅγιον ἄρχισε νά μεταβάλῃ τήν καρδίαν σου εἰς ἄλλην καρδίαν, καθώς εἶναι γεγραμμένον περί τοῦ Σαούλ. «Καί ἐγενήθη ὥστε ἐπιστραφῆναι τῷ ὤμῳ αὐτοῦ ἀπελθεῖν ἀπό Σαμουήλ, μετέστρεψεν αὐτῷ ὁ Θεός καρδίαν ἄλλην». (Α´. Βασίλ. ι´. 9)

Ὅθεν εὐφράνθητι καί εὐχαρίστησαι τόν Κύριον, ὅπου διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὄχι μόνο σοῦ ἐκαθάρισε τόν νοῦν, ἀλλά καί σοῦ ἐθέρμανε τήν καρδίαν καί θέλει νά σέ μεταβάλῃ ἀπό σαρκικόν εἰς πνευματικόν· ἀπό νήπιον μωρόν, εἰς ἄνδρα σοφόν· καί ἀπό κοσμικόν καί ἐθνικόν, εἰς ἀληθινόν χριστιανόν. Τοιαύτας γάρ θεοπρεπεῖς καί παραδόξους μεταβολάς συνειθίζει νά ἐνεργῇ τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, καθώς θεολογεῖ περί αὐτοῦ ὁ Μέγας Θεολόγος Γρηγόριος· «τοῦτο τό Πνεῦμα (σοφώτατον γάρ καί φιλανθρωπότατον) ἄν ποιμένα λάβῃ, ψάλτην ποιεῖ πνευμάτων πονηρῶν κατεπᾴδοντα καί βασιλέα τοῦ Ἰσραήλ ἀναδείκνυσιν· ἐάν αἰπόλον συκάμινα κνίζοντα, προφήτην ἐργάζεται· τόν Δαβίδ καί τόν Ἀμώς ἐνθυμήθητι· ἐάν μειράκιον εὐφυές λάβῃ πρεσβυτέρων ποιεῖ κριτήν καί παρ᾿ ἡλικίαν· μαρτυρεῖ Δανιήλ ὁ νικήσας ἐν λάκκῳ λέοντας· ἐάν ἁλιέας εὕρῃ, σαγηνεύει Χριστῷ, κόσμον ὅλον τῇ τοῦ λόγου πλοκῇ συλλαμβάνοντας. Πέτρον λάβε μοι καί Ἀνδρέαν καί τούς τῆς βροντῆς υἱούς τά πνευματικά βροντήσαντας· ἐάν τελώνας, εἰς μαθητείαν κερδαίνει καί ψυχῶν ἐμπόρους δημιουργεῖ· φησί Ματθαῖος, ὁ χθές τελώνης, καί σήμερον εὐαγγελιστής· ἐάν διώκτας θερμούς, τόν ζῆλον μετατίθησι, καί ποιεῖ Παύλους ἀντί Σαύλων καί τοσοῦτον εἰς εὐσέβειαν, ὅσον εἰς κακίαν κατέλαβε». (λογ. Εἰς τήν Πεντηκοστήν).

Ἐντράπου λοιπόν ἀδελφέ, διότι ἕως τώρα ἤσουν μακράν ἀπό τέτοιους συλλογισμόυς, πορευόμενος ἐν τοῖς κακοῖς θελήμασι τῆς καρδίας σου καί μή δίδωντας τόπον εἰς αὐτήν, διά νά κατοικήσῃ τό Πνεῦμα τό Ἅγιον· καί συντόμως εἰπεῖν, διότι ἔζησες ὡσάν ἕνας ψυχικός μόνον ἄνθρωπος, ὅς οὐ δέχεται τά τοῦ Πνεύματος· «μωρία γάρ αὐτῷ ἐστι καί οὐ δύναται γνῶναι» (Α´. Κορ. β´ 14). Κάμε ἀπόφασιν εἰς τό ὑπόλοιπον τῆς ζωῆς σου, νά μή λυπήσης πλέον τό Πνεῦμα τό Ἅγιον μέ καμμίαν ἄτακτον καί κακήν ὄρεξιν τῆς καρδίας σου, κατά τήν παραγγελίαν ὅπου σοῦ δίδει ὁ Ἀπόστολος· «καί μή λυπῆτε τό Πνεῦμα τό Ἅγιον τοῦ Θεοῦ» (Ἐφεσ. δ´. 30)· μηδέ νά ἐναντιωθῇς ὡς σκληροκάρδιος εἰς τό Ἅγιον αὐτοῦ θέλημα, κατά τούς σκληροκαρδίους ἐκείνους Ἑβραίους, πρός τούς ὁποίους εἶπεν ὁ Στέφανος· «σκληροτράχηλοι καί ἀπερίτμητοι τῇ καρδίᾳ καί τοῖς ὠσίν· ὑμεῖς ᾀεί τῷ πνεύματι τῷ ἁγίῳ ἀντιπίπτετε» (Πράξ. ζ´. 51)· ἀλλά νά δώσῃς ὅλην τήν καρδίαν σου εἰς αὐτό μέ ὅλας της τάς ἐπιθυμίας διά νά ἐνοικήσῃ καθώς αὐτό τό ἴδιον πνεῦμα σέ προστάζει λέγον· «υἱέ δός μοι τήν καρδίαν» (Παροιμ. κγ´. 26).

Θέλεις δέ δώσει τήν καρδίαν σου εἰς τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, ἐάν μελετᾷς πάντοτε εἰς αὐτήν τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ μέ μίαν ἀδιάλειπτον προσευχήν. Ἐπειδή τό Πνεῦμα τό Ἅγιον μολονότι καί ἐκπορεύεται ἐκ μόνου τοῦ Πατρός, ὅμως εἶναι καί λέγεται καί Πνεῦμα τοῦ Υἱοῦ διά τήν ὁμοουσιότητα καί ἐν τῷ Υἱῷ ἀναπαύεται καί χαίρει ὅταν αὐτός ὀνομάζεται· «ἐξαπέστειλεν ὁ Θεός τό Πνεῦμα τοῦ Υἱοῦ αὐτοῦ ἐν ταῖς καρδίαις, κράζον ἀββᾶ ὁ Πατήρ»· (Γαλ. δ´. 6)·” ἵνα διά τῆς τοιαύτης νοερᾶς καί πνευματικῆς προσευχῆς , ἐν μέν τῷ Πνεύματι θεωρῇς τόν Υἱόν, ἐν δέ τῷ Υἱῳ θεωρῇς τόν Πατέρα”, ὡς λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος· καί ἵνα καταξιωθῇς διά τῆς τοιαύτης νοερᾶς ἐργασίας, νά εὕρῃς καί νά ἰδῇς νοερῶς τήν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τήν ὁποίαν ἔλαβες μέν διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, τήν ἔχωσες δέ ὡσάν σπινθῆρα μέσα εἰς τά πάθη καί ἁμαρτίας.

Καί τέλος πάντων, ἐπειδή καί τό Πανάγιον Πνεῦμα· ὁ ἄλλος παράκλητος, τό συμπληρωτικόν πρόσωπον τῆς Ἁγίας Τριάδος· ὁ χορηγός πάντων τῶν χαρισμάτων ἡ ζωή τῶν ζώντων· ἡ κίνησις τῶν κινουμένων· καί ἡ τελειότης ἁπάντων τῶν ὄντων, ἠθέλησεν ἐκ μόνης τῆς φιλανθρωπίας του νά εἰδοποιήσῃ εἰς τήν καρδίαν σου τάς πρώτας γραμμάς καί τό πρῶτον σχέδιον τῆς χάριτός του, παρακάλεσαί τον νά μή σέ ἀφήσῃ ἀτελῆ ἀλλά νά φέρῃ εἰς τελειότητα αὐτήν τήν εἰδοποίησιν καί τό ἔργον ὅπου ἄρχισεν εἰς ἐσέ, χαρίζωντάς σου τό χάρισμα τῆς διαμονῆς καί τῆς μέχρι τέλους ὑπομονῆς ἐν τῇ αὐτοῦ χάριτι, τό ὁποῖον χάρισμα εἶναι τό μεγαλύτερον ἀπό ὅλα τά χαρίσματα καί αὐτό μόνον συνιστᾷ καί ἐπισφραγίζει τόν ἑκάστου προορισμόν κατά τούς θεολόγους καί διά τοῦ χαρίσματος τούτου νά σέ ἀξιώσῃ ἀπό ἐδῶ ἀκόμη, νά γίνῃς ὅλος πνευματικός, ὅλος ἀγγελοειδής, ὅλος ἅγιος καί υἱός Θεοῦ, καί Θεός κατά χάριν, ἀπ᾿ ἐκεῖ ὅπου εἶσαι τώρα γῆ καί σποδός· καθώς λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος· «Πνεῦμα Ἅγιον ἐπελθόν εἰς ψυχήν ἀνθρώπου, ἔδωκε μέν ζωήν, ἔδωκε δέ ἀθανασίαν· ἤγειρε κείμενον· τό δέ κινηθέν κίνησιν ἀΐδιον ὑπό Πνεύματος Ἁγίον, ζῶον ἅγιου ἐγένετο· ἔσχε δέ ἄνθρωπος ἀξίαν πνεύματος εἰσοικισθέντος ἐν αὐτῷ προφήτου, ἀποστόλου, ἀγγέλου Θεοῦ, ὤν πρό τοῦ, γῆ καί σποδός»· (ὁμιλ. Περί τοῦ Πνεύματος τοῦ ἁγίου, ἧς ἡ ἀρχή, ἐνθυμηθῶμεν πᾶσα ψυχή).

 Συλλογίσου ἀγαπητέ τήν γ´. μεταβολήν ὅπου ἐνήργησε τό Πνεῦμα τό Ἅγιον εἰς τήν γλῶσσαν τῶν Ἀποστόλων· διότι ἐκεῖνοι ὅπου προτήτερα δέν ἐλαλοῦσαν ἄλλο παρά γήϊνα καί χαμερπῆ διά δόξας καί τιμάς προσωρινάς καί ματαίας· «δός ἡμῖν ἵνα εἷς ἐκ δεξιῶν σου καί εἷς ἐξ εὐωνύμων σου καθίσωμεν ἐν τῇ δόξῃ σου» (Μάρκ. ι´. 37)· ἐκεῖνοι ὅπου ἐλάλουν περί τοῦ Χριστοῦ ταπεινά καί εὐτελῆ· «ἐπιστάτα, καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὦδε εἶναι καί ποιήσωμεν σκηνάς τρεῖς, μίαν σοί καί Μωσεῖ μίαν καί μίαν Ἠλίᾳ» (Λουκ. θ´. 33).

Ἐκεῖνοι ὅπου πρότερον ἔφθασαν ἕως καί νά συμφωνήσουν μέ τόν Ἰούδαν καί νά κατηγορήσουν τήν εὐλογημένην ἐκείνην Μαρίαν καί νά θυμωθοῦν καταπάνω της, διότι ἄλειψε τούς πόδας τοῦ Ἰησοῦ μέ τόσον πολυέξοδον μῦρον, λέγοντες μέ ἀγανάκτησιν· «εἰς τί ἡ ἀπώλεια αὕτη τοῦ μύρου γέγονεν; ἠδύνατο γάρ τοῦτο πραθῆναι ἐπάνω τριακοσίων δηναρίων καί δοθῆναι πτωχοῖς καί ἐνεβριμῶντο αὐτῇ» (Μάρκ. ιδ´. 4) Αὐτοί λέγω οἱ ἴδιοι, ὕστερα ἀπό τόν ἐρχομόν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δέν ἐλαλοῦσαν πλέον δι᾿ ἄλλο, παρά διά τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ, διά ὑψηλά καί μεγάλα πράγματα διά τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, διά τήν θεολογίαν τῆς Ἁγίας Τριάδος, διά τό ἀκατανόητον μυστήριον τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας· διότι εἶναι Θεός ἀληθινός ὁ Χριστός· μέ ρητορικήν ἀνήκουστον, μέ ἐλευθεροστομίαν ἀσύγκριτον καί μέ γλῶσσας διαφόρους· «ἀκούομεν λαλούντων αὐτῶν ταῖς ἡμετέραις γλώσσαις τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ”. (Πράξ. β´ 11).

Τώρα στοχάσου ἐσύ ἀγαπητέ τά λόγια ὅπου ὡμιλοῦσες προτήτερα ἀπό τά παρόντα γυμνάσματα, καί τά λόγια ὅπου πρέπει τώρα νά λαλῇς, διά νά λάβῃς καί ἐσύ τήν μεταβολήν αὐτήν τῆς γλώσσης ἀπό τήν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· τήν γλῶσσαν σοῦ τήν ἔδωκεν ὁ Θεός ἀδελφέ ὄργανον διά νά λαλῇς ὅλα τά καλά ὄχι τά κακά. Ὅθεν πρέπει νά τήν μεταχειρίζεσαι καί ἐσύ κατά τόν σκοπόν ὅπου ὁ Θεός σοῦ τήν ἔδωκεν· ἤγουν εἰς τό νά δοξολογῇς καί νά αἰνῇς μέ αὐτήν πάντοτε τόν Θεόν, καί νά μελετᾷς τά θεῖά του λόγια καθώς γέγραπται· «πᾶσα γλῶσσα ἐξομολογήσεται ὅτι Κύριος Ἰησοῦς Χριστός εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός» (Φιλιπ. β´ 11).

 Καί πάλιν «καί ἡ γλῶσσά μου μελετήσει τήν δικαιοσύνην σου, ὅλην τήν ἡμέραν τόν ἔπαινόν σου»· (Ψαλμ. λδ´. 32)· καί ὄχι εἰς τό νά λαλῇς λόγια ἀνευλαβῆ κατά τοῦ Θεοῦ καί εἰς τό νά ὀνομάζῃς τό θεῖον του ὄνομα εἰς πράγματα μάταια· «οὐ λήψῃ γάρ φησι τό ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπί ματαίῳ» (Ἐξοδ. κ´. 7) εἰς τό νά κατηγορῇς καί νά μέμφεσαι τόν ἑαυτόν σου καί ὄχι εἰς τό νά τόν ἐπαινῇς μόνος σου «ἐγκωμιαζέτω σε ὁ πέλας καί μή τό σόν στόμα· ἀλλότριος, καί μή τά σά χείλη» (Παροιμ. κζ´. 2).

Εἰς τό νά συμβουλεύῃς τόν ἀδελφόν σου ὅλα ἐκεῖνα ὅπου εἶναι συμφέροντα εἰς τήν σωτηρίαν του καί νά στερεώνῃς εἰς τό καλόν καί τήν ἀρετήν, καί ὄχι εἰς τό νά ἀκονᾷς ὡς μάχαιραν τήν γλῶσσάν σου κατ᾿ αὐτοῦ περιπαίζωντάς τον, κατηγορῶντάς τον καί ὑβρίζωντάς τον καταφρονητικῶς μέ θυμόν· «ἠκόνησαν ὡς ραμφαίαν τήν γλῶσσαν αὐτῶν» (Ψαλμ. ξγ´. 30) ἤ καί δίδωντάς του κακάς συμβουλάς μέ λόγια ἁπαλά μέν καί φιλικά, ἐπίβουλα δέ καί ἐχθρικά, διά νά τόν κακοποιήσῃς καί νά τόν βλάψῃς· «ἡπαλύνθησαν οἱ λόγοι αὐτῶν ὑπέρ ἔλαιον καί αὐτοί εἰσι βολίδες» (Ψαλμ. νδ´. 24).

 Καί διά νά εἰπῶ μέ ἕνα λόγον, εἰς τήν γλῶσσάν σου πρέπει νά ἔχῃς τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ, τά λόγια τῆς παλαιᾶς καί νέας Γραφῆς· τά περί τῆς θείας προνοίας· τά περί τῆς κρίσεως· καί τά περί τῆς ἀγαθότητός του· καί ὅλαι αἱ συνομιλίαι σου νά ᾖναι περί πνευματικῶν καί θείων πραγμάτων καί περί ὠφελείας ψυχικῆς. Ἐάν περί τοιούτων μεταχειρίζεσαι τήν γλῶσσάν σου, ἤξευρε, ὅτι ὁ Κύριος ἔπλασε νοερῶς τήν ἰδικήν σου γλῶσσαν, καθώς ἔπλασε ποτέ καί τοῦ κωφοῦ καί μογιλάλου· «καί πτύσας ἥψατο τῆς γλώσσης αὐτοῦ… καί ἐλύθη ὁ δεσμός τῆς γλώσσης αὐτοῦ». (Μάρκ. ζ´ 33). Καί εἶναι καλόν σημάδι, ὅτι ἄρχισε τό Πνεῦμα τό Ἅγιον νά μεταβάλῃ καί τήν ἰδικήν σου γλῶσσαν, καί νά λαλῇ αὐτό δι᾿ αὐτῆς, ὡς ποτέ ἐλάλει καί διά τῶν Ἀποστόλων καί διά τοῦ Δαβίδ «Πνεῦμα Κυρίου ἐλάλησεν ἐν ἐμοί καί ὁ λόγος αὐτοῦ ἐπί γλώσσης μου» (Β´. Βασιλ. κγ´. 2).

Ἐντράπου λοιπόν ἀδελφέ, πῶς ἕως τώρα ἐλάλεις ὡσάν ἕνας σαρκικός καί νήπιος καί ὄχι ὡσάν πνευματικός καί τέλειος ἄνδρας· «ὅτε ἤμην νήπιος, ὡς νήπιος ἐλάλουν» (Α´. Κορ. ιγ´ 11) καί ἡ γλῶσσά σου ἐμελέτα τήν ἀδικίαν, καθώς λέγει ὁ Ἡσαΐας· «ἡ γλῶσσα ἡμῶν ἀδικίαν μελετᾷ» (νθ´. 3).
Ἀποφάσισαι εἰς τό ἑξῆς νά μή ἀφήνῃς νά εὔγουν ἀπό τό στόμα σου λόγια σαπρά, λόγια γελοιώδη καί μάταια, ἀλλά ὠφέλιμα καί σωτηριώδη πρός οἰκοδομήν τῶν ἀκουόντων, καθώς σοῦ παραγγέλει ὁ Ἀπόστολος· «πᾶς λόγος σαπρός ἐκ τοῦ στόματος ἡμῶν μή ἐκπορευέσθω, ἀλλ᾿ εἴτις ἀγαθός πρός οἰκοδομήν ἵνα δῷ χάριν τοῖς ἀκούουσιν» (Ἐφέσ. δ´ 29)· διότι ὁ λόγος εἶναι σκιά τοῦ ἔργου, καθώς εἶπεν ἕνας σοφός (Οὗτος ἐστίν ὁ Δημόκριτος εἰπών· «λόγος ἔργου σκιή»)· καί οἱ λόγοι οἱ κακοί προξενοῦν καί τά ἔργα τά κακά, καθώς καί ἐκ τοῦ ἐναντίου οἱ λόγοι οἱ καλοί προξενοῦν καί τά ἔργα τά καλά. Διά τοῦτο εἶπε καί ὁ Σολομῶν, ὅτι εἰς τό χέρι τῆς γλώσσης στέκεται ἡ ζωή καί ὁ θάνατος· «θάνατος καί ζωή ἐν χειρί γλώσσης» (Παροιμ. ιη´. 21). Καί καθώς ὅποιος βαστᾷ μυρωδικά καί τόν ἑαυτόν του εὐωδιάζει καί τούς ἄλλους ὁμοίως καί ὅποιος βαστᾷ βρωμερά καί τόν ἑαυτόν βρωμίζει καί τούς ἄλλους· τοιουτοτρόπως καί ὅποιος λαλεῖ τά καλά λόγια, ἤ τά κακά καί τόν ἑαυτόν του ὠφελεῖ, ἤ βλάπτει καί τούς ἀκούοντάς του.

Καί τέλος πάντων, παρακάλεσαι τό Πνεῦμα τό Ἅγιον νά δυναμώσῃ τοῦτο ὅπου ἄρχισε νά ἐνεργῇ εἰς ἐσέ· «δυνάμωσον ὁ Θεός τοῦτο, ὅ κατειργάσω ἐν ἡμῖν» (Ψαλμ. ξζ´. 31)· καί νά δείξῃς μίαν τελείαν μεταβολήν εἰς τήν γλῶσσάν σου διά τῆς χάριτός του, ὥστε νά μή σέ ἀφήσῃ νά σφάλῃς πλέον μέ αὐτήν εἰς κανένα λόγον ἄπρεπον· «εἴ τις ἐν λόγῳ οὐ πταίει, οὗτος τέλειος ἀνήρ (Ἰακώβ. γ´. 2)· ἀλλά νά μεταχειρισθῇ τήν γλῶσσάν σου ὡσάν ἕνα κονδύλι, διά νά τήν κινῇ μέ τήν δεξιάν του εἰς τό νά λαλῇς ἐκεῖνα μόνον ὅπου αὐτό θέλει καί βούλεται· ὥστε ὅπου, σύ μέν νά λέγῃς· «ἡ γλῶσσά μου κάλαμος γραμματέως ὀξυγράφου» (Ψαλμ. μδ´ 2)· ἐκεῖνοι δέ ὅπου σέ βλέπουν καί σοῦ ἀκούουν, νά λέγουν· «αὕτη ἡ ἀλλοίωσις τῆς δεξιᾶς τοῦ ὑψίστου». (Ψαλμ. ος´ 10).

 

 Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης

 

Πηγή: imaik.gr

Κυριακή 31 Οκτωβρίου 2021

Νὰ θυμάσαι πάντα - Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης

 

 


 

Νὰ θυμάσαι πάντα, 

ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ 

μὲ ὅλους τοὺς φίλους του, 

μπῆκε στὴν Βασιλεία Του, 

διαμέσου 

ἀκανθῶν καὶ σταυρῶν. 

 

Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης

 

 

Τετάρτη 14 Ιουλίου 2021

Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης: ἡ ζωὴ καὶ ἡ διδασκαλία του - Ἀρχιμ. Γεώργιος Καψάνης


 

Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὑπῆρξε πρὸ πάντων ἕνας ταπεινός, γνήσιος, ἀληθινός, ἅγιος μοναχός. Πίστευε βαθιὰ στὴν ἀξία τῆς μοναχικῆς ζωῆς καὶ τὴν ἔζησε, ἀφ’ ἧς ἦλθε στὸ ‘Ἅγιον Ὅρος μέχρι τὴν μακαρία τελευτή του, μὲ ἀδιάκοπο ζῆλο καὶ συνέπεια.

Ἔφθανε τὸ παράδειγμα τῆς ἁγίας μοναχικῆς του ζωῆς, γιὰ νὰ εἶναι ὑποτύπωσης καὶ στηλογραφία κάθε ὀρθοδόξου μοναχοῦ. Ὅμως, ἐπειδὴ ἔλαβε πλούσια τὴ δωρεὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, «ἔρρευσαν ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ποταμοὶ ὕδατος ζῶντος» (πρβλ. Ἰω. ζ’, 38) καὶ «ἐξηρεύξατο ἡ καρδία του λόγους ἀγαθοὺς» (πρβλ. Ψαλμ. 44) περὶ τῆς εἰς Χριστὸν πίστεως, τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς καὶ τῆς μοναχικῆς πολιτείας.

Ἂς ἀντλήσουμε καὶ ἐμεῖς, Πατέρες καὶ ἀδελφοί, ἀπὸ τοὺς λόγους αὐτοὺς νάματα καθαρά, τὰ ὁποῖα εἴθε δι’ εὐχῶν τοῦ Ἁγίου καὶ δι’ εὐχῶν Σας νὰ μᾶς βοηθήσουν νὰ κατανοήσουμε βαθύτερα καὶ νὰ βιώσουμε τὴν χριστιανικὴ καὶ μοναχική μας πολιτεία.

Α’.

Ὁ ἅγιος Νικόδημος θαυμαστής, ἐραστὴς καὶ διαπρύσιος κῆρυξ τῆς μοναχικῆς πολιτείας.

Ἀφ’ ὅτου ὡς νέος γνώρισε τοὺς ὁσίους Γέροντες Σίλβεστρο, Ἀρσένιο, Γρηγόριο καὶ Νήφωνα, ὁ θεῖος πόθος πυρπόλησε τὴν καρδιά του γιὰ τὴν ἰσάγγελον ζωὴ τῶν μοναχῶν. Τόσος ἦταν ὁ ἔνθεος ζῆλος του, ὥστε τοῦ ἦταν ἀδύνατον νὰ παραμείνη καὶ μία ἀκόμη στιγμὴ στὸν κόσμο, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὸ περιστατικὸ πού ἔλαβε χώρα στὸ λιμάνι τῆς Νάξου τὴν ἡμέρα τῆς ἀναχωρήσεώς του γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος.

Ὅταν γράφη γιὰ τὸ κάλλος τῆς παρθενίας καὶ τῆς μοναχικῆς ζωῆς, δὲν φείδεται λέξεων καὶ ἐκφράσεων γιὰ νὰ τὸ περιγράψει:

«Τί ἄλλο ποθεινότερο, ὡσὰν τὸ νὰ μιμεῖταί τινας ἐπὶ γῆς τῶν Ἀγγέλων τὴν πολιτείαν; Τί ἄλλο ἐρασμιώτερο ἡ μακαριστώτερο, ὡσὰν τὸ νὰ εἶναί τινας ἑνωμένος μὲ τὸν ἀγαπητόν του Θεὸν διὰ τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἀδιάλειπτου ἐν καρδία προσευχῆς, ἥτις ξεύρει νὰ ἀποκτᾶται διὰ μέσου τῆς ἡσυχίας; Καὶ ποτὲ μὲν νὰ φωνάζει μὲ τὸν Παῦλον: «τὶς ἡμᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ…» καὶ τὰ ἑξῆς· ποτὲ δὲ μὲ τὸν θεοφόρο Ἰγνάτιο “ὁ ἐμὸς ἔρως ἐσταύρωται…”;».

Ὅταν στὶς διδαχές του πρὸς τοὺς ἐν τῷ κόσμῳ Χριστιανοὺς ὑποχρεώνεται νὰ συγκρίνει τὴν μοναχικὴ ζωὴ μὲ ἄλλους τρόπους χριστιανικῆς ζωῆς, αὐτὸς ὁ ἐραστὴς τῆς μοναχικῆς ζωῆς γράφει:

«Διατὶ νὰ μὴ διαλέξης τὴν παρθενικὴ ζωὴν τῶν μοναχῶν, ἡ ὁποία εἶναι ἡ πλέον καλλιτέρα, ἡ πλέον ἁγιοτέρα καὶ ἡ πλέον μακαριοτέρα ἀπὸ ὅλας τὰς ἄλλας ζωάς τῶν ὑπανδρεμένων;».

Ὅταν πάλιν ἑρμηνεύει τὸν ἀναβαθμὸ τοῦ πλ. α’ ἤχου: «τοῖς ἐρημικοῖς ζωὴ μακαρία ἐστι, θεικῷ ἔρωτι πτερουμένοις», γράφει:

«μακαρία δὲ εἶναι ἡ ζωὴ τῶν ἐρημιτῶν, ..διατὶ αὐτοὶ πτεροῦνται πρὸς τὸν Θεὸν μὲ ἕνα διάπυρον, μὲ ἕνα ὑπερβολικὸν, καὶ μὲ ἕνα ἐπιτεταμένον ἔρωτα».

Χρησιμοποιεῖ ἐπίθετα πού ἀποκαλύπτουν τὸν θεῖο ἔρωτα τῆς ἰδικῆς του ψυχῆς καὶ τὴν ἀγάπη του γιὰ τὴν ἐρημία. Γι’ αὐτὸ κάνει τὴν πολὺ ὀρθὴ παρατήρηση:

«Ἀλλ’ οὐδὲ εἶπεν ὁ Μελωδὸς ὅτι οἱ ἐρημῖται ἐρῶσι τὸν Θεόν, ἀλλ’ ὅτι πτεροῦνται μὲ τὸν θεϊκὸν ἔρωτα».

Β’.

Οἱ ἀπόψεις τοῦ ἁγίου Νικόδημου περὶ τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς στὴν ἐπιστολὴ “Ἀπολογία περὶ Μοναχισμοῦ”.

Συστηματικότερα ἐκθέτει τὶς ἀπόψεις του περὶ τῆς μοναχικῆς ζωῆς ὁ Ἅγιος στὴν ἐν λόγῳ ἐπιστολὴ. Τὴν ἐπιστολή αὐτή τήν εἶχε στείλει σὲ κάποιον Θωμᾶ, σπουδαστὴ στὴν Βιέννη, ὁ ὁποῖος εἶχε διατελέσει μαθητὴς τοῦ ἀοιδίμου διδασκάλου, ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Παρίου, καὶ ἐκ Βιέννης εἶχε γράψει κατὰ τῆς μοναχικῆς ζωῆς. Ὁ ἅγιος Νικόδημος, ἐκ συμπαθείας πρὸς τὸν ὑπεραλγοῦντα ἅγιο Ἀθανάσιο, στὸν ὁποῖο ὁ νεαρὸς Θωμᾶς εἶχε ὑποσχεθεῖ νὰ γίνη μοναχός, καὶ ἐξ ἀγάπης πρὸς τὸν πλανηθένια αὐτὸν σπουδαστή, ἔγραψε διεξοδικὴ ἀνασκευὴ τῶν ἑξῆς κατὰ τοῦ μοναχισμοῦ ἀπόψεων πού περιείχοντο στὸ γράμμα τοῦ Θωμᾶ:

α) Ὅτι δὲν ὑπάρχει χειρότερο καὶ ὀλεθριώτερο πράγμα ἀπὸ τὴν ἀσκητικὴ ζωή.

β) ὅτι οἱ ἐρημῖται δὲν ἄφησαν συγγράμματα ἀληθείας καὶ δὲν ὠφέλησαν μήτε ἑαυτοὺς μήτε τὸν κόσμο,

γ) ὅτι ἡ νηστεία δὲν ἔχει ἱκανὰ ἐρείσματα στὴν Ἁγία Γραφή,

δ) ὅτι ἡ ἀσκητικὴ κακοπάθεια δὲν τιμᾶ τοὺς ἀσκητές, ἀλλὰ τοὺς κατατάσσει μὲ τὰ ἄλογα ζῶα. Καί ὅτι,

ε) Ἡ παρθενία τῶν μοναχῶν προσκρούει στὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν αὔξηση τοῦ γένους καὶ στὴν εὐλόγηση τοῦ γάμου ἀπὸ τὸν Κύριο ἐν Κανᾷ.

Ὁ ἅγιος Νικόδημος, ἔναντι τῶν ἀπόψεων αὐτῶν ἐκθέτει τὰ ἑξῆς:

α) Οἱ ὅσιοι Πατέρες μὲ τὴν ἄσκησή τους στὴν ἔρημο ἔφθασαν σὲ τελεία ἕνωση μὲ τὸν Θεό. Ἔτσι ἀληθινὰ ὠφέλησαν τὸν ἑαυτό τους. Ἀλλά καὶ μὲ τὴν προσευχὴ τους ἐξιλέωναν τὸν Θεὸ γιὰ τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου καὶ παντοιοτρόπως εὐεργετοῦσαν τοὺς ἀνθρώπους ἐπιστρέφοντες τὰ πλήθη στὴν θεογνωσία. Ἄφησαν ἐπίσης συγγράμματα ἀπαράμιλλου ἀξίας καὶ αἰωνίου κύρους, ὅπως τὰ ἀσκητικά του Μεγ. Βασιλείου, ἡ Κλῖμαξ, ἡ Φιλοκαλία κ. ἄ. Ἀκόμη καὶ οἱ Κανόνες τῶν Ἱερῶν Συνόδων εἶναι ἐν τινι μέτρῳ ἔργο τῶν ὁσίων μοναχῶν, ἐφ’ ὅσον σ’ αὐτὲς παρίστατο καὶ μοναχοὶ καὶ ἀσκητὲς

β) Τὴν νηστεία θεσμοθέτησε ὁ Θεὸς στὸν Παράδεισο τῆς Ἐδέμ, φύλαξαν Ἰουδαῖοι καὶ ἐθνικοί, καὶ ἐπανανομοθέτησε ὁ Κύριος νηστεύσας 40 ἡμέρες στὴν ἔρημο.

Ὁ σκοπὸς τῆς νηστείας εἶναι νὰ καθαρθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν παχύτητα τῶν παθῶν, ὥστε ὁ νοῦς νὰ λεπτυνθεῖ καὶ νὰ γίνη ἐπιτήδειος γιὰ τὴν πνευματικὴ ἐργασία.

γ) Μὲ τὴν ἀσκητικὴ κακοπάθεια τιθασεύονται οἱ ἐμπαθεῖς ὁρμὲς καὶ ὁ νοῦς ἐλεύθερος ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία τῶν παθῶν ἠμπορεῖ νὰ ἀδολεσχῆ στὰ πνευματικὰ νοήματα. Μὲ αὐτὴν οἱ μοναχοὶ ἀγωνίζονται νὰ μιμηθοῦν τὴν πολιτεία τῶν Ἀγγέλων. Ἡ πολύωρος προσευχή, στὸν ναὸ ἤ, ἡ μονολόγιστος εὐχή, δὲν εἶναι βαττολογία ἀλλὰ ἔλλογος συνομιλία μὲ τὸν Θεό. Τὸ γυμνητεύειν εἶναι ἑκούσιος μίμησις τοῦ γυμνωθέντος ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ Κυρίου. Ἡ ἀγρυπνία προσφέρει στὴν ψυχὴ χερουβικοὺς ὀφθαλμοὺς γιὰ νὰ θεωρεῖ τὸν Θεό. Ἡ πείνα, τέλος, καὶ ἡ δίψα γυμνάζουν τὸν νοῦ νὰ ἡγεμονεύει ἐπὶ τῶν ἀλόγων ὀρέξεων ἀντὶ νὰ κυριαρχεῖται ἀπὸ αὐτές.

δ) Τὴν παρθενία τίμησε ὁ Κύριος, ὁ Ὁποῖος γεννήθηκε παρθένος ἐκ παρθένου Πατρὸς κατὰ τὴν ἄναρχο Θεία Του γέννησι καὶ ἐκ τῆς ἀειπαρθένου Μητρὸς Του κατὰ τὴν ἐν χρόνῳ δευτέρα Του γέννησι. Τὴν παρθενία τίμησαν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι, ὅπως ὁ ἐπιστήθιος μαθητὴς Ἰωάννης καὶ ἰδιαιτέρως ὁ μέγας Παῦλος ὁ ὁποῖος ἤθελε καὶ οἱ ἔχοντες γυναίκα νὰ ζοῦν ὡς μὴ ἔχοντες, διότι παράγει τὸ σχῆμα τοῦ κόσμου. Ἡ παρθενία εἶναι μίμησης τῆς μακάριας ζωῆς τῶν πρωτοπλάστων πρὸ τῆς πτώσεως.

Κατακλείων τὴν ἐπιστολὴ του ὁ ἅγιος Νικόδημος ἐπισημαίνει τὰ αἴτια τῆς κακῆς ἀλλοιώσεως καὶ τῆς κατὰ τοῦ μοναχισμοῦ πολεμικῆς τοῦ σπουδαστοῦ τῆς Βιέννης. Μεταξὺ τῶν ἄλλων καὶ τὴν ἀπειρία τῆς ὀμορφιᾶς καὶ γλυκύτητας τῆς μοναχικῆς ζωῆς, περὶ τῆς ὁποίας γράφει:

«Ἄχ, ἀδελφέ μου· πιστευσὸν μοι ἐξ ἀγάπης καὶ ἀληθείας λέγοντι, ὅτι ἂν ὁ Θεὸς ἤθελε σὲ καταξιώση νὰ ἔλθεις νὰ καθίσεις ὄχι πολύ, ἀλλὰ μόνο δύο χρόνους, καὶ ὁπωσοῦν νὰ ἔλθη ὁ νοῦς σου εἰς ἑαυτὸν ἐκ τοῦ κάτωθεν διασκορπισμοῦ καὶ περιπλανήσεως, βεβαιότατα ἤθελες εὐχαριστῆς κάθε ὥραν μὲ γλυκύτατα δάκρυα τὸν ἅγιον Θεὸν, ἤθελες ἐλεεινολογήσεις τοὺς χρόνους ὅπου πέρασες εἰς τὴν ματαιότητα…».

Δὲν παραλείπει μάλιστα στὸ τέλος νὰ τὸν προτρέψει στὴν μοναχικὴ ζωὴ γιὰ νὰ ἐκπλήρωση τὴν πρώτη του ὑπόσχεση:

«Φαντάσου πάντοτε καὶ συλλογίσου τὴν καλογερικὴ ζωὴν ὡς μέγα τι πράγμα καὶ οὐράνιον…Τοιαύτης εὐτυχίας καὶ δόξης ἐπιτυχεῖν πόθησον, ἀδελφέ, καὶ καταλιπών τὴν αὐτόθι Πεντάπολιν (ἐννοεῖ τὴν Βιέννη), φεῦγε ὡς ὁ Λὼτ εἰς τὸ ὅρος τοῦτο τὸ Σηγώρ, τὸν λιμένα τῆς σωτηρίας, τὸν εὐανθῆ τῆς Θεοτόκου παράδεισον, νὰ ἐνδυθεῖς τὸ μοναχικὸ σχῆμα καὶ νὰ ἀποδώσεις τῷ Κυρίῳ τὰς εὐχάς σου, ἵνα καὶ Θεὸν καὶ Ἀγγέλους καὶ Ἁγίους χαροποιήσης… ἐξαιρέτως δὲ τὸν ἱερόν σου διδάσκαλο καὶ πάντας ἡμᾶς τοὺς ἐν Χριστῷ ἀδελφούς σου».

Γ.

Ὁ ἅγιος Νικόδημος ἀγάπησε τὴν τελεία μοναχικὴ ζωή, ὅπως αὐτὴ ἀποκρυσταλλώθηκε στὴν Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν. Οὐδέποτε φαίνεται νὰ ἐπηρεάσθηκε ἀπὸ τὸν δυτικὸ ἀκτιβιστικὸ μοναχισμό. Δὲν ἀντιλαμβάνεται τὴν ἄσκηση ὡς αὐτοσκοπό, ἀλλὰ ὡς μέσο γιὰ τὴν τελεία ἕνωση μὲ τὸν Θεό. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅταν εἶναι αὐστηρὸς στὶς συμβουλές του, δὲν περιορίζει τὸ νόημα στὴν σωματικὴ κακοπάθεια, ἀλλὰ ἀποβλέπει στὴν ἐλευθερία τοῦ νοῦ ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία τῶν παθῶν καὶ στὴν ἕνωσή του μὲ τὸν Θεὸ διὰ τῆς νοερᾶς ἐργασίας.

Στὶς διδασκαλίες του περὶ τῆς μοναχικῆς ζωῆς φαίνονται τὰ γνωρίσματα τοῦ γνησίου Ὀρθοδόξου Μοναχισμοῦ. Σημειώνουμε τὰ σπουδαιότερα:

α) Ὁ πόθος καὶ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό.

Φεύγει ὁ μοναχὸς στὴν ἔρημο, μακριὰ ἀπὸ τὰ φθαρτὰ καὶ μάταια τοῦ κόσμου, γιὰ νὰ ἀγαπήσει ἀμετεωρίστως «τὸ ἄκρον καὶ ἀνώτατον ἐραστόν, ὅπερ ἐστὶν ὁ Θεός». Τὸ ἄπειρον θεῖο κάλλος ἕλκει τὴν ψυχὴ τοῦ μοναχοῦ πρὸς ἕνα «ἄπαυστον καὶ ἀεικίνητον» θεῖο πόθο, ἡ δὲ ἔρημος βοηθεῖ στὸ νὰ μὴ ἀνακόπτεται ἀλλὰ διαρκῶς νὰ ἀναρριπίζετε πρὸς τελειοτέρα ἀγάπη. Αὐτὰ λέγει ὁ Ἅγιος ἑρμηνεύων τὸν δεύτερο ἀναβαθμὸ τοῦ α’ ἤχου «τοῖς ἐρημικοῖς ἄπαυστος ὁ θεῖος πόθος ἐγγίνεται, κόσμου οὖσι τοῦ ματαίου ἐκτός»:

«Ἡ ἀγάπη καὶ ὁ πόθος τῶν ἐν τῇ ἐρήμῳ καὶ ἡσυχία κατακούντων μοναχῶν, δὲν ἕλκεται ἀπὸ κανένα ὑλικὸ καὶ μάταιο πράγμα· οὔτε γίνεται ἄλλοτε ἄλλος, δελεαζόμενος ἀπὸ ἡδονές, ἤ πλοῦτο, ἤ δόξα τὰ ὁποῖα φθείρονται καὶ ἀφανίζονται… Ἐπειδὴ λοιπὸν ὁ Θεὸς εἶναι ἄπειρος κατὰ φύσιν καὶ ἄφραστος, διὰ τοῦτο καὶ ὁ πρὸς τὸν Θεὸν πόθος τῶν ἐρημιτῶν δὲν στέκεται ποτέ, ἀλλ’ εἶναι πάντοτε ἄπαυστος καὶ ἀεικίνητος, πάντοτε λαμβάνων αὔξησιν, καὶ πάντοτε τρέχων πρὸς τὸ ἀνώτερον…· σπουδάζει μὲν γὰρ ὁ νοῦς νὰ ἀναβῆ εἰς τὸ ὕψος τοῦ θείου κάλλους, καὶ νὰ χωρήση αὐτὸ ὁλόκληρο ἐπειδὴ ὅμως δὲν ἠμπορεῖ, διὰ τοῦτο στοχαζόμενος, ὅτι ἐκεῖνο ὅπου δὲν ἐδυνήθη νὰ χωρήση, εἶναι ἀνώτερο καὶ ἡδονικώτερο ἀπὸ ἐκεῖνο, ὅπου χώρησε· τούτου χάριν θαυμάζει καὶ ἀπορεῖ· ἐκ δὲ τοῦ θαυμασμοῦ, γεμίζει ἀπὸ θείους ἔρωτας, καὶ πόθους ἀναρριπίζει διακαεῖς τῇ ψυχῇ… τὴν ἀπορία πορισμὸ ἐρώτων τιθέμενος, κατὰ τὸν ἅγιον καὶ νηπτικώτατο Κάλλιστο».

β) Ἡ ἡσυχία.

Ἡ ἡσυχία κατὰ τὸν ἅγιο Νικόδημο, εἶναι ὁ καταλληλότερος τόπος καὶ τρόπος γιὰ νὰ ἐργάζεται ὁ νοῦς τὴν ἀδιάλειπτο νοερὰ ἐργασία. Δὲν ἀντιλαμβάνεται ὁ Ἅγιος τὴν ἡσυχία ὡς ἀπραξία. Οἱ ἱερῶς ἡσυχάζοντες ἀσκοῦν μία σύντονο καὶ ἀδιάλειπτο νοερὰ ἐργασία νήψεως καὶ προσευχῆς.

«Οἱ δὲ ἐν τὴ ἐρήμῳ καθήμενοι, καὶ τὴν ἡσύχιον ζωὴν μεταχειριζόμενοι, αὐτοὶ καταφρονοῦσι μὲν ὅλα τὰ ἡδέα, καὶ παρὰ τοῖς ἄλλοις ποθούμενα, ὡς βλαπτικὰ τῆς ψυχῆς καὶ ἀπὸ τοῦ Θεοῦ χωρίζοντα· συμμαζόνουσι δὲ τὸν νοῦν τους, ἀπὸ κάθε σύγχυσιν τοῦ κόσμου καὶ θεωρίαν, μέσα εἰς τὴν καρδίαν τους, καὶ ἐκεῖ ἀδιαλείπτως προσεύχονται, μελετῶντες τὸ παμπόθητον καὶ γλυκύτατον ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ λέγοντες ἀγαπητικῶς «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με». Ἐκ τῆς τοιαύτης δὲ ἀδιαλείπτου προσευχῆς καὶ συχνῆς μελέτης τοῦ θείου ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ, ἀνάπτουσι μὲν τὴν καρδίαν τους εἰς μόνον τὸν τοῦ Θεοῦ πόθον καὶ ἔρωτα, ἐκτείνουσι δὲ καὶ τὸν νοῦν ἑαυτῶν εἰς τὴν θεωρίαν τοῦ θείου κάλλους. Ὅθεν ἀπὸ τὸ ὑπέρκαλλον ἐκεῖνο κάλλος καταθελγόμενοι, καὶ ἔξω γενόμενοι ἑαυτῶν, λησμονοῦσι καὶ φαγητά, καὶ ποτά, καὶ φορέματα καὶ αὐτὴν τὴν φυσικὴ ἀνάγκην τοῦ σώματος».

γ) Ἡ Χριστομίμητος ὑπακοή.

Ἡ ὑπακοὴ τῶν μοναχῶν δὲν εἶναι μία ἐξωτερικὴ πειθαρχία, ἠναγκασμένη ἤ συμβατική. Πρότυπό της ἔχει τὴν ὑπακοὴ τοῦ Κυρίου στὸν Οὐράνιο Πατέρα Του, κατὰ τὸ «γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ» (Φιλιπ. β’, 8), καὶ στὴν Ὑπεραγία Μητέρα Του καὶ τὸν δίκαιο Ἰωσήφ, κατὰ τὸ «ἦν ὑποτασσόμενος αὐτοῖς» (Λουκ. β’, 51).

Ἀληθινὴ ὑπακοὴ εἶναι ἡ ὑπακοὴ φρονήματος. Γράφει ὁ Ἅγιος:

«Ὑπότασσε λοιπὸν εἰς αὐτὸν [τὸν διὰ τοῦ μοναδικοῦ σχήματος γενόμενον γέροντά σου], ὄχι μόνον ὅλα σου τὰ θελήματα, τὸ ὁποῖον εἶναι εὐκολότερον, ἀλλ’ ἀκόμη καὶ ὅλα σου τὰ φρονήματα, τὸ ὁποῖον εἶναι δυσκολότερον. Πολλοὶ γὰρ ὑποτακτικοὶ ἐκκόπτουσι ναὶ τὸ θέλημά των καὶ κάμνουσι τὸ θέλημα τοῦ γέροντός των μὰ τὸ φρόνημά των δὲν τὸ ἐκκόπτουσι καὶ μάλιστα ἂν εἶναι καὶ λογιώτατοι ἀλλ’ ἔχουσι πάντοτε μίαν τοιαύτην ἰδέαν βαθέως ριζωμένη εἰς τὴν καρδίαν τους, ὅτι ἐκεῖνο ὁπού αὐτοί φρονοῦσι καὶ συλλογίζονται διὰ κάθε πράγμα, εἶναι καλλίτερον καὶ φρονιμώτερο ἀπὸ ἐκεῖνο ὁπού φρονεῖ καὶ συλλογίζεται ὁ γέροντάς των».

Μὲ τὴν διδασκαλία αὐτή ὁδηγεῖ τὸν ὑποτακτικὸ στὴν ἀληθινὴ ταπείνωση, κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ Κυρίου

Γ.

δ) Ἡ ἐργασία.

Τὸ ἐργόχειρο ἤ τὸ διακόνημα εἶναι ἀπαραίτητο στὸν μοναχό, γιὰ λόγους πού ὁ ἅγιος Νικόδημος ἐπισημαίνει. Πρῶτα, γιὰ νὰ μὴ ἔχη ὁ λογισμὸς τοῦ μοναχοῦ ἀφορμὲς μετεωρισμοῦ. Καὶ ἔπειτα, γιὰ νὰ μὴ ὑποχρεώνεται ὁ μοναχὸς νὰ βγαίνει στὸν κόσμο γιὰ συλλογὴ ἐλεημοσύνης, διότι ἀπὸ αὐτὸ προκαλοῦνται πειρασμοὶ καὶ πτώσεις, δημιουργοῦνται ἀφορμὲς σκανδαλισμοῦ τῶν κοσμικῶν καὶ εἰσάγονται στὰ μοναστήρια κοσμικὲς συνήθειες καὶ φρονήματα.

Διευκρινίζει ὁ ἅγιος Νικόδημος, ὅτι τὸ εἶδος τῆς ἐργασίας πρέπει νὰ εἶναι τέτοιο, ὥστε νὰ μὴ βάζει τὸν μοναχὸ σὲ μέριμνες, πειρασμοὺς καὶ αἰσχροκέρδειες, Ἰδιαιτέρως δὲ γιὰ τὸν ἐρημίτη νὰ μπορεῖ νὰ ἐπιτελεῖται ἀπερίσπαστος στὸ ἐρημικό του καλύβι.

ε) Ἡ προσευχή.

Ὅλος ὁ μοναχικὸς ἀγώνας, κατὰ τὸν ἅγιο Νικόδημο, συντείνει στὸ νὰ ἐξασφαλίση στὸ νοῦ τὴν ἐλευθερία νὰ προσεύχεται ἀπερίσπαστος. Ὁ ἴδιος ὡς ἐρημίτης εἰργάζετο τὴν μονολόγιστο εὐχὴ καὶ αὐτὴν συνιστοῦσε ἐνθέρμως:

«Ὁ Ἰησοῦς λοιπόν, παρακαλῶ σε καὶ τρίτον, ἂς εἶναι γλυκὺ μελέτημα τῆς καρδίας σου, ὁ Ἰησοῦς ἂς εἶναι ἐντρύφημα τῆς γλώσσης σου  ὁ Ἰησοῦς ἂς εἶναι τὸ ἀδολέσχημα καὶ ἡ ἰδέα τοῦ νοός σου  ἐν συντομίᾳ, ὁ Ἰησοῦς ἂς εἶναι ἡ ἀναπνοή σου · καὶ ποτέ νὰ μὴ κορέννυσαι ἐπικαλούμενος τὸν Ἰησοῦν».

Ἄλλα παραλλήλως δίδασκε καὶ τὴν ἀναγκαιότητα τῆς κοινῆς προσευχῆς καὶ θείας λατρείας στὸν ναό. Στὸ ἔργο του «Χρηστοήθεια τῶν Χριστιανῶν» ὁ Ἅγιος προτρέπει τοὺς ἐν τῷ κόσμῳ Χριστιανοὺς νὰ συμμετέχουν στὸν Ἑσπερινό, στὸν Ὄρθρο καὶ στὴν Θεία Λειτουργία μαζὶ μὲ τὰ παιδιά τους, γιὰ νὰ συνηθίζουν, καὶ συνιστᾶ νὰ μὴ ἀπέχουν ἀπὸ τὶς κοινὲς Ἀκολουθίες προφασιζόμενοι τὴν κατ’ ἰδίαν προσευχὴ στὸ σπίτι. Χάριν τῆς κοινῆς προσευχῆς στὸν ναὸ συνέθεσε Κανόνες διαφόρων ἑορτῶν, συνέταξε τὸ Θεοτοκάριο καὶ ἑρμήνευσε τοὺς εἱρμοὺς τῶν δεσποτικῶν καὶ θεομητορικῶν ἑορτῶν, ὥστε ἡ ψαλμωδία νὰ εἶναι λογικὴ λατρεία.

στ) Ἡ ἀγάπη.

Ἡ μοναχικὴ ἄσκησης χωρὶς ἀγάπη δὲν σώζει. Ὁ ἅγιος Νικόδημος τὸ τονίζει μὲ ἔμφαση:

«Δὲν εἶναι θρήνων ἄξιον, νὰ βλέπη τινὰς τόσους καὶ τόσους ἀδελφοὺς νὰ ἀφήσουν τὸν κόσμον, καὶ νὰ κατοικοῦν μέσα εἰς τὰ ὄρη καὶ τὰ σπήλαια, διὰ νὰ σώσουν τὴν ψυχήν τους  νὰ ἐκχέουν τόσους αἱματωμένους ἵδρωτας  νὰ ἀγωνίζονται μὲ ὑπερβολικοὺς ἀγώνας, νηστειῶν, ἀγρυπνιῶν, κακοπαθειῶν, νωτοφοροῦντες, ὑδροφοροῦντες, καὶ πεζοὶ ὁδεύοντες μέσα εἰς δύσβατους καὶ ἀμφικρήμνους τόπους, καὶ ὕστερον ἀπὸ ὅλα αὐτά, νὰ βλέπη τοὺς τοιούτους νὰ τρέφουν εἰς τὴν καρδίαν τους ἕν τόσον φαρμακερὸ βασιλίσκο; τὸ μῖσος, λέγω, κατὰ τῶν ἀδελφῶν τους; ὤ! καὶ τὶς νὰ μὴ ἀναστενάξει; ὤ! καὶ τὶς νὰ μὴ χύση καρδιοστάλακτα δάκρυα;».

Ὁ ἅγιος Νικόδημος ἄσκησε τὴν ἀγάπη, παρότι ἔζησε ἔντονα τὶς συνέπειες τῶν ἀγώνων του ὑπὲρ τῶν ὀρθοδόξων παραδόσεων, κατηγορήθηκε, συκοφαντήθηκε, διώχθηκε.

Στὴν Ὁμολογία Πίστεως, πού χρειάσθηκε νὰ συντάξη γιὰ νὰ πληροφορήση, ὅπως λέγει, τοὺς μὴ εἰδότας καὶ νὰ διορθώση τοὺς ἐν γνώσει κατηγοροῦντας, γράφει περὶ τῶν κατηγόρων του πού δυστυχῶς εἶχαν ἀποκλίνει ἀπὸ τὴν ἀγάπη:

«Ἡ μοναδικὴ πολιτεία ἀπαιτεῖ νὰ ἔχουν οἱ Μοναχοὶ πραότητα, καὶ ἀταραξία καρδίας· αὐτοὶ ὅμως οἱ εὐλογημένοι…ταράττονται, ἀνάπτουν ἀπὸ τὸν θυμό, καὶ εὐθὺς λέγουν τὰ δυσφημότατα,. καὶ μὲ τοῦτο δείχνουν τὸ μῖσος καὶ τὴν πικρία, ὅπου φυλάττουν μέσα εἰς τὴν ψυχήν τους».

Τοὺς παρακαλεῖ νὰ συνέλθουν, νὰ ἀφήσουν τὰ πείσματα, νὰ ἐκριζώσουν τὸ μῖσος καὶ νὰ ἐγκολπωθοῦν τὴν ἀγάπη.

Στὴν ἀντίθετη περίπτωση, καταλήγει ὁ ἅγιος Νικόδημος, «ἐὰν δὲν ἐκριζώσετε τὸ μῖσος ἀπὸ τὴν καρδίαν σας, καὶ δὲν ἐμφυτεύσετε τὴν ἀγάπην, καὶ ἐὰν δὲν παύσετε ἀπὸ τὰς κατὰ τῶν ἀδελφῶν σας δυσφημίας, νὰ ἠξεύρετε (καὶ σύγγνωτε ἡμῖν διὰ τὴν τόλμη) ὅτι ματαίως κατοικεῖτε εἰς τὰ ὄρη καὶ τὰ βουνά· μάταιοι εἶναι ὅλοι οἱ ἀσκητικοί σας ἀγῶνες καὶ κόποι καὶ ἱδρῶτες ·νὰ εἰποῦμε καὶ τὸ μεγαλύτερον; μαρτύριο αἰσθητὸ ἐὰν ὑπομείνετε διὰ τὸν Χριστόν, ἔχετε δὲ μῖσος, μάταιο εἶναι τὸ τοιοῦτον μαρτύριό σας».

Δ’

Ὁ ἅγιος Νικόδημος διδάσκαλος τῆς μοναχικῆς ζωῆς

Ὁ Ἅγιος δὲν θαύμαζε μόνο, οὔτε μόνο ὑμνοῦσε τὴν μοναχικὴ ζωή, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν προσωπική του πείρα ἔγινε καὶ διδάσκαλος αὐτῆς. Πρόκρινε καὶ συνιστοῦσε τὴν μοναχικὴ ἔνταξη τῆς ἐν τῷ κόσμῳ χριστιανικῆς ζωῆς διὰ τοὺς δυναμένους χωρεῖν ὅπως φαίνεται στὴν ΣΤ’ Μελέτη του στὰ Πνευματικὰ Γυμνάσματα, ὁπού ἐξηγεῖ γιατί ἡ μοναχικὴ ζωὴ εἶναι καλλιτέρα, ἁγιοτέρα καὶ μακαριοτέρα τῆς ἐν τῷ κόσμῳ. Θεωροῦσε ὅτι ἡ μοναχικὴ ζωὴ εἶναι ὁ καλλίτερος τρόπος μετανοίας. Γι’ αὐτὸ εὔχεται σὲ ὅσους τυχὸν ἁμάρτησαν πολύ, νὰ τοὺς φώτιση ὁ Θεὸς νὰ γίνουν μοναχοὶ «καθότι ἡ Μοναχικὴ πολιτεία, εἶναι πολιτεία τῆς μετανοίας».

Ἐπειδὴ ὁ ἴδιος εἶχε γευθεῖ τοὺς γλυκεῖς καρποὺς τῆς μοναχικῆς ἀσκήσεως, ἤθελε ὅλοι οἱ δυνάμενα νὰ γίνουν μοναχοί, νὰ μὴ παρασυρθοῦν ἀπὸ τὴν φιλοζωία καὶ φιλοσαρκία καὶ παραμείνουν ἔτσι στὸν κόσμο, ἀλλὰ νὰ ἀκολουθήσουν τὴν στενὴ καὶ τεθλιμμένη ὁδὸ τῶν μοναχῶν:

«Εἶδες ἀδελφέ, πόσα καλὰ προξενεῖ ἡ ἐρημικὴ ζωή; εἶδες εἰς ποῖον ὕψος θεϊκοῦ πόθου ἀναβιβάζει τὸν ἄνθρωπον; λοιπόν, ἐὰν καὶ ἐσὺ ἐπιθυμεῖς τὰ ἀγαθὰ τῆς ἐρημικῆς ζωῆς, ταύτην τὴν ζωὴν ἀγάπησαν ταύτην διάλεξε ἀπὸ τὰς ἄλλας ζωάς· καὶ ἀφήσας κόσμον καὶ τὰ ἐν κόσμῳ φθαρτὰ καὶ μάταια, πήγαινε εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος ἤ εἰς τὸ Σίναιον, ἤ εἰς κανένα ἄλλο μέρος, γενοῦ μοναχὸς».

Ἤθελε ἡ ἀναχώρησης ἀπὸ τὸν κόσμο νὰ ἀκολουθεῖται ἀπὸ τὸν ἀγώνα νὰ ἐκριζωθοῦν οἱ προλήψεις καὶ φαντασίες τῶν κοσμικῶν πραγμάτων, ὥστε στὴν ζωὴ τοῦ μοναχοῦ νὰ φανερώνεται ἡ διπλὴ σταύρωσης, γιὰ τὴν ὁποία λέγει ὁ Ἀπόστολος «ἐμοὶ κόσμος ἐσταύρωται, κἀγώ τῷ κόσμῳ». Ἀποτέλεσμα τῆς διπλῆς αὐτῆς πράξεως τοῦ σταυροῦ εἶναι νὰ σβήσει ὁ πόθος γιὰ τὰ κοσμικὰ καὶ νὰ ἀνάψει ὁ θεῖος πόθος.

Νὰ ἐγκαταλείψη ὁ μοναχὸς τὸν τόπο τῆς μοναχικῆς του ἀσκήσεως εἶναι κινδυνωδέστατο. Ὁ ἅγιος Νικόδημος συμβουλεύει: «μὴ ἐπιστραφῆς πάλιν εἰς τὸν κόσμον καὶ τὰς τοῦ κόσμου φροντίδας… ἀλλ’ ὑπομένων ὑπόμενε ἤ εἰς τὴν ἡσυχία καὶ ἔρημον, ἤ ἐν ἂν ἐκλήθης Κοινοβίω, ἤ ἐν Σκήτῃ, ἤ ἐν Κελλίῳ, ἡ ἐν Μοναστηρίῳ, ἐκεῖ καὶ μένε· κίνδυνος γὰρ μέγας ἀκολουθεῖ σε ἀγαπητέ, μήπως ἐξερχόμενος ἐκ τοῦ τόπου σου, ἐξέλθης καὶ ἐκ τοῦ τρόπου σου».

Ἀποκαλύπτει ὁ Ἅγιος τὶς πιὸ συχνὲς αἰτίες μεταβάσεως στὸν κόσμο καὶ συμβουλεύει: «Πρόσεχε δὲ μὴ σὲ ἀπατήσει ὁ διάβολος καὶ σὲ ἐκβάλει ἀπὸ τὴν ἡσυχία, ἤ διατὶ ἠσθένησας καὶ θέλεις νὰ ἰατρευθῆς, ἤ διὰ νὰ ὑπάγης εἰς σχολεῖον νὰ μάθης τάχα μεγαλύτερα μαθήματα -ἐκ τοῦ διαβόλου γὰρ εἶναι αἱ προφάσεις αὐταί, μὲ σκοπὸν διὰ νὰ σὲ ρίψη εἰς καμία παγίδα, καὶ νὰ θανάτωση τὴν ψυχήν σου, ἐν τῷ κόσμῳ εὑρισκομένου».

Προτρέπει ὁ ἅγιος Νικόδημος τοὺς μοναχοὺς νὰ εἶναι φῶς καὶ παράδειγμα γιὰ τοὺς κοσμικούς, ὅπως περὶ τῆς μοναχικῆς πολιτείας γράφει καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακας. Γράφει: «Πρόσεχε ὅμως ἀγαπητέ, καὶ ἐὰν γένης μοναχός, ἀγωνίσου νὰ εἶσαι φῶς εἰς τοὺς κοσμικούς· καὶ νὰ γίνεσαι τύπος καὶ καλὸν παράδειγμα εἰς αὐτούς· ἵνα βλέποντες τὰ καλά σου ἔργα, δὲν κατηγοροῦν τὴν μοναχικὴν πολιτείαν, ἀλλὰ μάλιστα ἐπαινοῦν αὐτὴν καὶ παρακινοῦνται εἰς τὸ νὰ μιμοῦνται αὐτὴν καύχημα γὰρ τῆς Χριστοῦ ἐκκλησίας ἡ μοναχικὴ πολιτεία».

Συνιστᾶ ὁ Ἅγιος ἐπίσης στοὺς μοναχοὺς νὰ ἐπιδίδονται στὴν ἀνάγνωση τῶν Βίων τῶν Ἁγίων, διότι «οἱ μὲν ἀρχάρια ἐξ αὐτῶν, διδάσκονται τὴν ξενιτία, τὴν ἀποταγὴ καὶ τὴν παραίτηση τοῦ κόσμου, τὴν ὑποταγὴ καὶ ὑπακοή, τὸν θεῖον φόβον καὶ τὰς ἄλλας ἀρετάς, ὅπου ἀνήκουσιν εἰς αὐτούς· ἃ δὲ μεσαία καὶ προκύπτοντες, διδάσκονται τὴν κάθαρσιν τῶν παθῶν, τὴν διάκρισιν, τὴν διόραση, τὴν ἀρέμβαστον προσευχή, τὴν μετὰ λόγου ἡσυχία καὶ τὰς ἄλλας ἀρετάς, ὅπου συνιστῶσι τὸν βαθμό τους, καὶ τελευταῖον, οἱ τέλεια διδάσκονται ἀπὸ τοὺς βίους τούτους, τὴν ἀληθῆ καὶ ὑψοποιὸν ταπείνωσιν, τὴν θείαν ἀγάπη, τὴν ἔλλαμψιν τοῦ νοός, τὸν φωτισμὸ τῆς καρδίας, τὴν πρόγευσιν τῶν μελλόντων, τὴν τοῦ νοὸς ἁρπαγὴ πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τὴν ἀποκάλυψιν τῶν ἀπόκρυφων μυστηρίων».

Εἶναι, τέλος, ἀξιοπρόσεκτο ὅτι ὁ ἅγιος Νικόδημος συμβουλεύει τὸν ἐξάδελφό του, ἐπίσκοπο Εὐρίπου Ἱερόθεο, ὅτι ἡ μοναχικὴ ζωὴ ἀποτελεῖ ἀπαραίτητη προετοιμασία γι’ αὐτὸν πού καλεῖται νὰ ἀναλάβει τὴν διαποίμανση τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, τὸν ἀρχιερέα, καὶ ἐξαίρει τὴν παλαιὰ συνήθεια τῆς Ἐκκλησίας «τὸ νὰ ἐκλέγονται δηλαδὴ ἀπὸ τοῦ σεμνοῦ τάγματος τῶν Μοναχῶν, ὅλοι ἐκεῖνοι… ὅσοι ἔμελλον νὰ ἀναβῶσιν εἰς τοὺς ὑπεροχικοὺς θρόνους τῆς ἀρχιεροσύνης, καὶ νὰ ἐγχειρισθῶσι προστασία ψυχῶν».

Ε

Ἡ προσφορά τοῦ ἁγίου Νικοδήμου στήν Ἐκκλησία.

Καίτοι αὐστηρὸς ἡσυχαστὴς ὁ ἅγιος Νικόδημος, πονοῦσε τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ πού ζοῦσε στὴν ἄγνοια καὶ στερεῖτο πνευματικῆς φροντίδας. Ἡ ἀγάπη του γιὰ τὴν Ἐκκλησία τὸν ἔκανε νὰ ἀνάλωση ὅλη του τὴν ζωὴ συγγράφοντας γιὰ τὴν οἰκοδομὴ τῶν ἀδελφῶν του Χριστιανῶν.

Μὲ τὸ Νέον Μαρτυρολόγιον ἐνίσχυσε τοὺς πρώην ἀρνησιχρίστους νὰ ἐπιστρέψουν καὶ πολλοὶ νὰ μαρτυρήσουν γιὰ τὸν Χριστό.

Μὲ τὸ Πηδάλιον προσέφερε στὴν Ἐκκλησία τὸ μόνο μέχρι σήμερα ἐν χρήσει βοήθημα γιὰ ἄσκηση τῆς ποιμαντικῆς κατὰ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνας.

Μὲ τὴν Φιλοκαλία συνετέλεσε, ὥστε καὶ οἱ ἐν τῷ κόσμῳ Χριστιανοὶ νὰ μυηθοῦν στὴν ἡσυχαστικὴ ζωὴ καὶ νὰ τὴν ἀσκοῦν στὸ μέτρο τοῦ δυνατοῦ.

Μὲ τὰ ἑρμηνευτικά του ἔργα βοήθησε νὰ γίνεται ἡ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας πιὸ συνειδητὴ καὶ γι’ αὐτὸ λατρεία λογική.

Μὲ τὰ ψυχωφελῆ, τέλος, συγγράμματά του συνετέλεσε ὥστε ἡ εὐσέβεια τοῦ λαοῦ νὰ παίρνει ἡσυχαστικὸ χαρακτήρα μὲ προοπτικὴ τὴν κάθαρση τῆς καρδιᾶς καὶ τὴν θέωση.

Ὁ ἅγιος Νικόδημος ἔδειξε ζωηρὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν στερέωση τῆς Ὀρθόδοξου Παραδόσεως καὶ Ἀποστολικῆς Πίστεως στὴν Ἐκκλησία καὶ ἀγωνίσθηκε γι’ αὐτό. Ἔδειξε μὲ τὴν στάση του αὐτὴ τὴν ἀδιάσπαστη συνέχεια μιᾶς παραδόσεως στὴν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία θέλει τοὺς μοναχοὺς εὐαίσθητους σὲ θέματα πίστεως, μιᾶς παραδόσεως πού φθάνει στὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ, τὸν ὅσιο Μελέτιο τὸν Ὁμολογητή, τὸν ἅγιο Θεόδωρο τὸν Στουδίτη, τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Δαμασκηνό, τὸν ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή, τοὺς Ὅσιους Σάββα τὸν Ἡγιασμένο καὶ Θεοδόσιο τὸν Κοινοβιάρχη καὶ μέχρις αὐτὸν τὸν Μέγα Ἀντώνιο.

Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἔλαβε θέσιν ὑπὲρ τοῦ (ἀνὰ)βαπτισμοῦ τῶν Λατίνων ὡς ἀβαπτίστων, ὅτι διόρθωσε καὶ ἑτοίμασε πρὸς ἔκδοση τὴν Ἀλφαβηταλφάβητο καὶ συνέγραψε τὸν κατὰ πλάτος βίο τοῦ ὁσίου Μελετίου τοῦ Ὁμολογητοῦ, ὥστε ὁ φιλευσεβὴς ἀναγνώστης νὰ «γνωρίσει τὸ φῶς τῆς ἐδικῆς μας ὀρθοδοξίας, καὶ τὸ σκότος τῆς ἐκείνων κακοδόξου αἱρέσεως· καὶ οὕτως νὰ στηρίζεται εἰς τὰ θεῖα δόγματα τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, καὶ νὰ ἀποφεύγει τὰ αἱρετικὰ καὶ ἀντίθεα φρονήματα τῆς Δυτικῆς».

Εἶναι ἄξιον μνείας τὸ γράμμα πού ὁ ἅγιος Νικόδημος ἔγραψε πρὸς τὸν ἐφησυχάζοντα τότε στὸ Ἅγιον Ὅρος Πατριάρχη ἅγιο Γρηγόριο τὸν Ε’ συνιστῶν τὸ βάπτισμα Ρωμαιοκαθολικοῦ μοναχοῦ, ὁ ὁποῖος «καταβαπτισμένος ὧν καὶ μεμολυσμένος τῷ τῶν Λατίνων μολύσματι, προσέρχεται… ὅπως βαπτισθῆ τῷ τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολικῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας Ὀρθοδόξῳ βαπτίσματι».

Τέλος, τὸ καθολικὸ ὑπὲρ τῆς Ἐκκλησίας ἐνδιαφέρον τοῦ Ἁγίου φθάνει καὶ μέχρι τοῦ γυναικείου μοναχισμοῦ, τοῦ ὁποίου ἐξαίρει τὴν ἀξία καὶ σημασία γιὰ τὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι πολὺ σημαντικὴ ἡ ὑποσημείωσή του στὴν ἑρμηνεία τῆς Α’ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολῆς, ὁπού μεταξὺ ἄλλων ἀναφέρει: «Πόσον δὲ καλὸν καὶ ψυχωφελὲς ἔργον εἶναι νὰ κτίζονται εἰς κάθε τόπον μοναστήρια καλογραιῶν παρὰ τῶν χριστιανῶν· ἐγὼ δὲν δύναμαι νὰ παραστήσω διὰ λόγου. Ὅσοι γὰρ χριστιανοὶ κτίζουν μοναστήρια καλογραιῶν εἰς τὸν τόπον τους, αὐτοὶ ἀληθῶς κτίζουν ἕνα λιμένα, διὰ μέσου τοῦ ὁποίου ἐλευθερώνουν τὰς ψυχάς ἀπὸ τὴν φουρτούνα τοῦ κόσμου».

Καὶ στὴν συνέχεια συνιστᾶ ὁ ἅγιος Νικόδημος στοὺς Χριστιανοὺς νὰ φροντίζουν γιὰ τὴν ἐξοικονόμηση τῶν χρειωδῶν τῶν γυναικείων μοναστηριῶν, προσθέτων ὅτι αὐτοὶ «κάμνουν μίαν ἐλεημοσύνην, ὅπου ὑπερβαίνει ὅλες τίς ἐλεημοσύνες, ὅπου ἤθελε κάμη τινὰς εἰς ἄλλα πρόσωπα πτωχῶν καὶ ἀσθενῶν».

Ὁ ἅγιος Νικόδημος μὲ τὸ συγγραφικό του ἔργο καὶ ἰδιαιτέρως μὲ τὴν ἁγιότητα τοῦ βίου του ἔγινε ἕνας οἰκουμενικὸς διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας.

Ἂν καί, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὰ συγγράμματά του, εἶχε πλουσιότερα ἡσυχαστικὴ πείρα ἀπὸ ὅτι κοινοβιακή, ἐν τούτοις ἔγινε ὁ χειραγωγὸς πολλῶν νέων παλαιότερα καὶ σήμερα πρὸς τὸν κοινοβιακὸ μοναχισμὸ ἐν Ἁγίῳ Ὄρει καὶ ἐκτὸς αὐτοῦ.

Τὸ σημαντικὸ εἶναι ὅτι ἡ ὑπὸ εὐρείαν ἔννοια ἡσυχαστική του διδασκαλία, ἡ ἀποβλέπουσα στὴν νηπτικὴ ἐν καρδίᾳ ἐργασία τῶν μοναχῶν, βοήθησε νὰ γίνη κατανοητό, ὅτι καὶ ἡ ἄσκησης στὰ μοναχικὰ κοινόβια δέον νὰ εἶναι κατ’ οὐσία ἡσυχαστική, ὁδηγοῦσα τοὺς θεοφιλῶς ἀγωνιζόμενους μοναχοὺς στὴν τελεία ἕνωση μὲ τὸν Θεὸ διὰ τῆς τελείας ὑπακοῆς, τῆς κατὰ τὸ δυνατὸν ἀδιαλείπτου προσευχῆς καὶ λατρείας τοῦ Θεοῦ, τῆς θυσιαστικῆς φιλαδελφίας καὶ ἀνυποκρίτου ἀγάπης.

Παρακαλοῦμε τὸν ὅσιο Πατέρα ἡμῶν Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη νὰ πρεσβεύει γιὰ τοὺς ἀγωνιζομένους σήμερα μοναχοὺς καὶ μοναχές, γιὰ τὴν εὐστάθεια τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καὶ γιὰ τὴν Ὀρθόδοξο Πίστη μας, πού, ὅπως καὶ στὴν ἐποχή του, ἔτσι καὶ σήμερα εἶναι φῶς τοῦ κόσμου καὶ ἡ μόνη ἐλπίδα του.

 

Ἀρχιμ. Γεώργιος Καψάνης

Ἡγ. Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἅγιον Ὄρος  

Πηγή: imaik.gr